Κεντρική Σελίδα των Αρχείων      Περιεχόμενα      Επόμενο Κεφάλαιο

ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

W. J. Sidis

Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΒΟΣΤΩΝΗΣ

        121. Η Πολιορκία Αρχίζει.  Μετά την εσπευσμένη υποχώρηση από το Κόνκορντ, οι αρχές είχαν παγιδευθεί στην Βοστώνη από τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν ουσιαστικά τον έλεγχο εκτός της Βοστώνης, με δικό τους κυβερνητικό μηχανισμό και με ένα στρατό που ήταν αμέσως απασχολημένος με τον αγώνα κατά της διοικήσεως, αν και οι επαναστάτες δεν ήσαν ακόμη έτοιμοι να προβάλουν ανοικτά θέμα ανεξαρτησίας, αφού μια τέτοια κίνηση μπορούσε να τους στερήσει κάθε ελπίδα για βοήθεια έξω από την Μασσαχουσέττη. Οι κρατούντες, και ο λαός της Βοστώνης, είχαν αποκοπεί αποτελεσματικά από όλες τις επικοινωνίες δια ξηράς, αν και η δια θαλάσσης επικοινωνία ήταν ακόμη δυνατή. Η αλήθεια είναι πως ο Νόμος του Λιμένος της Βοστώνης, ο οποίος είχε κατά κάποιον τρόπο επιφέρει αυτήν την κατάσταση, και ήταν υπεύθυνος για την στρατιωτική κυβέρνηση, απαγόρευε στα πλοία να χρησιμοποιούν το λιμάνι της Βοστώνης, αυτό όμως τακτοποιήθηκε εύκολα με ειδικές στρατιωτικές άδειες, που, εξ αιτίας της περιστάσεως, χορηγούντο αμέσως.

        Οι επαναστάτες, την ημέρα της μάχης και της καταδιώξεως, είχαν απαλλάξει αποτελεσματικά την περιοχή τους από τις περιφερειακές βρεταννικές περιπόλους, και είχαν κατόπιν προχωρήσει στο έργο ανακαταλήψεως των μεγάλων εγγείων περιουσιών, οι οποίες είχαν αφαιρεθεί από τους αρχικούς κατόχους των για να δοθούν σε διάφορους άγγλους αριστοκράτες. Η πρωτεύουσα των επαναστατών μεταφέρθηκε από το Κόνκορντ στο Γουώτερταουν, ώστε να μπορούν καλύτερα οι αντάρτες να εποπτεύουν τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην πολιορκία, η οποία, συγχρόνως, έπρεπε να διεξάγεται έτσι ώστε να μη φαίνεται στην υπόλοιπη Αμερική ως εξέγερση κατα του Βασιλέως, στον οποίο οι υπόλοιπες αποικίες ήσαν ακόμη, ονομαστικά τουλάχιστον, πιστές. Ετσι, ενώ η αληθής ιστορία των συμβάντων στο Λέξινγκτον και το Κόνκορντ ήταν γνωστή στους Ανδρες του Λεπτού και στους οπαδούς τους μέσα και γύρω από το Μιντλέσεξ, μια άλλη εκδοχή είχε μαγειρευθεί για την λαϊκή κατανάλωση. Είχε διαδοθεί το παραμύθι πως η βρεταννική πολιτοφυλακή είχε εισβάλει στο Λέξινγκτον και το Κόνκορντ, βάλλοντας απρόκλητα κατά ομάδων ειρηνικών πολιτών στις δύο πόλεις. Καθώς αυτή η εκδοχή είχε κυκλοφορήσει εκτός Μασσαχουσέττης, έφθασε γρήγορα στην Βοστώνη δια θαλάσσης, και οι βρεταννοί αναγκάσθησαν να λάβουν μέτρα για να την αντικρούσουν, και να διαδώσουν την ερμηνεία του γεγονότος, που έχει γίνει σήμερα η πατριωτική εκδοχή στην Αμερική, και που εμφανίζει τα περιστατικά εκείνης της ημέρας ως μάχη, αντί δολοφονίας αόπλων πολιτών. Στην Βοστώνη οι αρχές τοιχοκόλησαν ένα δελτίο, που εξέθετε τα συμβάντα. Λέγεται πως ένα πρωί σε ένα από τα δελτία βρέθηκε η πνευματώδης διόρθωση κάποιου πολίτη. Εκεί που το δελτίο έγραφε, "Αναγκασθήκαμε να καταφύγουμε στα όπλα μας για να αμυνθούμε," κάποιος είχε αντικαταστήσει την λέξη "όπλα," με την λέξη "πόδια."

         122. Κατάληψη της Τικοντερόγα.  Το Βέρμοντ, φυσικά, αντιπροσώπευε επί χρόνια κάτι παρόμοιο με την κατάσταση της "πολιτικής ανυπακοής" της γειτονικής Μασσαχουσέττης, και η τάση αυτή οξύνθηκε με την διαταγή από το Αλμπανυ για την εκδίωξη όλων των βερμοντέζων.

        Το φρούριο της Τικοντερόγα στην δυτική πλευρά της Λϊμνης Τσάμπλαιην, που είχε καταληφθεί από τους γάλλους κατά τον Μεγάλο πόλεμο του Οχάιο, ήταν ένα βρεταννικό προκεχωρημένο φυλάκιο, που απειλούσε τα μετόπισθεν τόσο των βερμοντέζων όσο και των επαναστατών της Μασσαχουσέττης. Ετσι, αφού η πολιτική ανυπακοή στην Μασσαχουσέττη είχε πάρει πολύ θάρρος από τα επεισόδια στο Λέξινγκτον και Κόνκορντ, το επόμενο βήμα ήταν να συγκροτήσουν μια εκστρατευτική δύναμη από την Κομητεία Μπερκσάιρ για να επιτεθούν στην Τικοντερόγα, και να την εξουδετερώσουν όπως είχαν κάνει με τους στρατιωτικούς σταθμούς στην Βοστώνη.

        Εν τούτοις, στην περίπτωση αυτή, τα "Παιδιά των Πράσινων Ορέων," ο ανεξάσρτητος στρατός του Βέρμοντ, "τους πρόλαβαν." Προτού μπορέσουν να συγκεντρωθούν αρκετοί εθελοντές στην Μασσαχουσέττη, οι βερμοντέζοι, που ήσαν πολύ πιο κοντά στο εν λόγω φρούριο, διέσχισαν την Λίμνη Τσάμπλαιην αθόρυβα και απροσδόκητα, και την νύκτα της Δευτέρας, 1ης Μαΐου, κατέβαλαν τους φρουρούς που φύλασσαν το φρούριο, οι οποίοι ήσαν απροετοίμαστοι για επίθεση. Ετσι το φρούριο πατήθηκε εύκολα, και ο διοικητής του ξύπνησε από βαθύ ύπνο με την βροντερή κραυγή του Εθαν Αλλεν "Παραδοθείτε!" Ο ίδιος ο διοικητής, μη συνειδητοποιώντας ακόμη ότι επρόκειτο περί εχθρού, και διατηρώντας ακόμη, έστω και υπό τέτοιες περιστάσεις, την αξιοπρέπεια που αναμένεται από τους βρεταννούς αξιωματικούς σε κάθε περίπτωση, απήντησε: "Εν όνόματι τίνος;" Και ο Αλλεν, ο ηγέτης του βερμοντέζικου στρατού αποκρίθηκε: "Εν ονόματι του Ιεχωβά και του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου!" Ο διοικητής του φρουρίου δεν είχε άλλην εκλογή παρά να παραδοθεί, και οι Αμερικανοί επαναστάτες είχαν τώρα ένα στρατιωτικό προκεχωρημένο φυλάκιο στην επαρχία της Νέας Υόρκης. Αν και το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο δεν αναγνώριζε το Βέρμοντ, το οποίο είχε ουσιαστικά καταλάβει την Τικοντερόγα, αυτή πάντως δεν ήταν μεταξύ των εδαφικών του διεκδικήσεων, οπότε ονομαστικά ο φορέας προς τον οποίο έγινε η παράδοση ήταν το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο.

        Αυτή η κατάληψη ενός προκεχωρημένου φυλακίου στην επαρχία της Νέας Υόρκης έδωσε το θάρρος στους ανθρώπους του επάνω κομματιού της επαρχίας να εκφράσουν συμπάθεια για τους επαναστάτες. Ακόμη και στην ίδια πόλη της Νέας Υόρκης, μακριά από το πεδίο των γεγονότων, και γενικά εχθρικής έναντι των επανστατών και όλων των έργων τους, στρατολογήθηκε μια μικρή ομάδα ανδρών του λεπτού, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι ότι η πόλη δεν ήταν ασφαλής γι' αυτούς, ανηφόρησαν πλάι στο ποτάμι κοντά στην προστασία των γιάνκηδων κατακτητών της Τικοντερόγα, όχι όμως πριν ένας γέρο ολλανδός, με στομφώδη παλληκαριά, εμφανισθεί στην πύλη του Φρουρίου Μπάττερυ στην Πόλη της Νέας Υόρκης, απαιτώντας μεγαλοφώνως αλλά ματαίως, να παραδώσουν τον οπλισμό τους, και να μη στείλουν καμμία βοήθεια στους πολιορκημένους της Βοστώνης.

        Η Τικοντερόγα ήταν σε ιροκέζικη επικράτεια, και, ενώ η Ομοσπονδία των Ιρόκων μπόρεσε να παραβλέψει την κατοχή ενός φρουρίου στο έδαφός της από τους υποτιθέμενους συμμάχους της, το πράγμα διέφερε όταν το ίδιο φρούριο βρέθηκε στα χέρια των επαναστατών. Οι άγγλοι οικιστές στην Κοιλάδα του Μοχώκ προσπαθούσαν συνεχώς, όπως και οι νότιοι, να προωθηθούν στο εσωτερικό και να αλώσουν την ιροκέζικη επικράτεια, αλλά οι αγγλικές αρχές τους εμπόδιζαν. Τώρα, ωστόσο, υπήρξε μια τάση παρόμοια με εκείνη του Νότου, και έγιναν επαναστατικές διαδηλώσεις υπέρ του δικαιώματος των οικιστών να στήσουν τα σπίτια τους σε ιροκέζικο έδαφος. Ετσι γύρω από την Τικοντερόγα αναπτύχθηκε ένα επαναστατικό κέντρο, με κύριο στόχο του την επίθεση κατά των Ιρόκων.

        Η Ιροκέζικη Ομοσπονδία, μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις τότε στην Αμερική, συνήλθε σε συμβούλιο για την περίσταση, και τελικά αποφάσισε ότι εδεσμεύετο από την συμμαχία με την Μεγάλη Βρεταννία που είχε υπογράψει το 1634. Ολα τα ιροκέζικα έθνη, πλην των Ονέιδων, κήρυξαν πόλεμο κατά των επαναστατών προκειμένου να υποστηρίξουν ένα σύμμαχο, ο οποίος δεν αναγνώριζε πλέον την συμμαχία―αλλά και για λόγους αυτοπροστασίας επίσης, που ήταν γι' αυτούς πολύ σπουδαιότερο ζήτημα.

         123. Οι Διακηρύξεις του Μέκλενμπουργκ.  Προχωρημένο Μάιο έφθασαν τα νέα για τα γεγονότα του Λέξινγκτον - Κόνκορντ στον Νότο. Και δεν έφθασαν όπως οι μάχες και η καταδίωξη συνέβησαν πράγματι, παρά με την εκδοχή που διέδιδε το καθεστώς της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης―πως η βρεταννική πολιτοφυλακή που διατηρούσε την δικτατορία στην Μασσαχουσέττη είχε σκοπίμως εισβάλει στο Μιντλέσεξ, και πυροβολήσει κατά ομάδων ειρηνικών πολιτών στους δρόμους του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ. Αυτή η αφήγηση της υποθέσεως δεν είχε κάνει εντύπωση στην Νέα Υόρκη, όπου τέτοια περιστατικά ήσαν συνήθη και εθεωρούντο δεδομένα, ενώ είχε γίνει δεκτή με σχετική αδιαφορία ακόμη και στην Φιλαδέλφεια, όπου ήλπιζαν σε κάποια ειρηνική διευθέτηση της ανωμαλίας. Στον Νότο όμως, όπου η δυσαρέσκεια κατά της βρεταννικής αρχής είχε ενταθεί για εντελώς διαφορετικούς και αντίθετους λόγους, η είδηση είχε υπολογισθεί καλά έτσι ώστε να διεγείρει περισσότερη ακόμη αναταραχή.

        Στην Βιρτζίνια οι φιλελεύθεροι ξεσήκωσαν θύελλες διαμαρτυρίας υπέρ της απελευθερώσεως. Στην Βόρεια όμως Καρολίνα, στα ενδότερα, όπου οι καλούμενοι Ρυθμιστές είχαν τις δικές τους συγκρούσεις με την κανονική διοίκηση, τα νέα προκάλεσαν μεγαλύτερη δραστηριοποίηση.

        Το Σάββατο, 20 Μαΐου 1775, οι μυστικές ενώσεις που στήριζαν τους "Ρυθμιστές" στην Κομητία Μέκλενμπουργκ της Βόρειας Καρολίνας συνέταξαν την απάντησή τους στα υποτιθέμενα αίσχη του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ, σε ένα έγγραφο που δήλωνε ότι δεν μπορούσαν πλέον να υπακούνε σε μια κυβέρνηση και ένα βασιλέα ικανούς για τέτοιες πράξεις, και, με ένα μεγάλο προοίμιο περί ελευθερίας και ατομικών δικαιωμάτων όπως από καιρό συζητούντο συνεχώς σε ολόκληρη την Αμερική, προχώρησαν κηρύσσοντας εαυτούς απαλλαγμένους κάθε υπακοής προς το Στέμμα και την Μεγάλη Βρετανία.

        Το έγγραφο αυτό, γνωστό ως η "Διακήρυξη Ανεξαρτησίας του Μέκλενμπουργκ," ήταν μυστικό, και είχε κυκλοφορήσει στις παράνομες επαναστατικές ενώσεις, χωρίς όμως ποτέ να δημοσιευθεί, και, μάλιστα, δεν έγινε δημοσία γνωστό παρά μόνο τριάντα περίπου χρόνια αργότερα. Η αυθεντικότητά του επομένως αμφισβητήθηκε, όμως το γεγονός ότι, για παράδειγμα, εμφανίζεται σε αυτό η εκδοχή των "ειρηνικών πολιτών" για τις εχθροπραξίες του Λέξινγκτον και του Κόνκορντ αντί των ειδήσεων περί μάχης όπως αποκαλύφθησαν αργότερα, δείχνει ότι το έγγραφο χρονολογείται από την περίοδο που ακολούθησε αμέσως το ξέσπασμα του Μιντλέσεξ. Το γεγονός ότι το έγγραφο δεν δημοσιεύθηκε τότε δεν είναι, ασφαλώς, πραγματική μαρτυρία κατά της αυθεντικότητάς του, καθώς δεν θα περίμενε κανείς τότε από μια μυστική ομάδα, να δώσει στην δημοσιότητα μια δήλωση αυτής της φύσεως.

        Αφού οι "μυστικές" οργανώσεις είχαν καταλήξει ότι δεν όφειλαν πλέον υποταγή στην Μεγάλη Βρεταννία, την Τετάρτη, 31 Μαΐου έγινε μια δημόσια αναγγελία, ότι κάποια συγκεκριμένη ομιλία στο Βρεταννικό Κοινοβούλιο είχε κηρύξει τις αποικιακές κυβερνήσεις ανυπόστατες και άκυρες (όπως ήταν πράγματι ανέκαθεν η βρεταννική αντιμετώπισή τους εν πολλοίς), συνεπεία της οποίας ελαμβάνοντο μέτρα για την εγκατάσταση ενός καινούργιου διοικητικού μηχανισμού στην Κομητεία Μέκλενμπουργκ.

        Οι Διακηρύξεις του Μέκλενμπουργκ δεν ήσαν οι πρώτες απόπειρες των βρεταννικών αποικιών στην Αμερική να διαχωρισθούν από την βρεταννική κυριαρχία, αφού το Βέρμοντ απήλαυε μιας ντε φάκτο ανεξαρτησίας επί δέκα επτά χρόνια. Η εκστρατεία της πολιτικής ανυπακοής της Μασσαχουσέττης δημιούργησε ουσιαστικά ένα καθεστώς ανεξάρτητο από την βρεταννική εξουσία, ενώ οι εσωτερικές αποικίες της Βανδάλιας, Τρανσυλαβανίας και Βατάουγκας λειτουργούσαν αψηφώντας ουσιαστικά την Αγγλία. Αλλά η Διακήρυξη του Μέκλενμπουργκ μπορεί να θεωρηθεί ως η έναρξη μιας απόπειρας φραστικής διατυπώσεως της αμφισβητήσεως, αν και το Μέκλενμπουργκ δεν έδειξε την αντίσταση κατά της αρχής που υπήρχε στο Μιντλέσεξ ή το Βέρμοντ.

        124. Εξέγερση στο Μαίην.  Τα νομοθετικά σώματα των άλλων αποικιών της Νέας Αγγλίας, φοβούμενα την ίδια τύχη εξαφανίσεως με εκείνην που είχε επιβληθεί στο νομοθετικό σώμα του Κόλπου της Μασσαχουσέττης, απέστειλαν άνδρες για να ενισχύσουν την πολιορκία της Βοστώνης, αν και δεν έδειξαν σημεία αντιστάσεως έναντι των αρχών στον τόπο τους. Ετσι αναπτύχθηκε γύρω από την Βοστώνη μια διογκούμενη επαναστατική πολιορκητική δύναμη, που αντιπροσώπευε όχι μόνο την Μασσαχουσέττη παρά ολόκληρη την Νέαν Αγγλία. Επικεντρωνόταν κυρίως στο Καίμπριτζ, Μπρούκλαϊν, και Ρόξμπουρυ. Εν αντιθέσει προς τον τυπικό ευρωπαϊκό στρατό, δεν την συγκρατούσε η αυστηρή υπακοή σε ένα άνδρα, παρά ήταν μια εθελοντική ένωση ανδρών που τους συνέδεε μια κοινή υπόθεση. Ο στρατηγός που είχε τον συντονισμό των εθελοντών ονομαζόταν Αρτεμάς Ουώρντ, και ήταν μάλλον ένας εκλεγμένος σύμβουλος τακτικής παρά ένας αξιωματικός που μπορούσε να επιβάλει υπακοή στον καθένα. Με άλλα λόγια, ο στρατός αυτός τελούσε υπό δημοκρατικό και όχι δικτατορικό καθεστώς.

        Αυτό, και οι προφυλακές της "πολιτικής ανυπακοής" ανά την ενδοχώρα της Μασσαχουσέττης, διατηρούσαν την ίδια την Μασσαχουσέττη ελεύθερη από τον έλεγχο των αναγνωρισμένων αρχών. Το Μαίην όμως, όντας ένα μη συνεχόμενο τμήμα της ίδιας επαρχίας, και επομένως υπό την ίδια στρατιωτική κυβέρνηση, δεν εκαλύπτετο από αυτή την διοικητική διαδικασία. Το Μαίην έπρεπε να περιμένει το δικό του Λέξινγκτον και Κόνκορντ.

        Η στρατιωτική κυβέρνηση στο Μαίην είχε το επίκεντρό της σε ένα παλαιό πλοίο με το όνομα η Μαργαρίτα, αγκυροβολημένο στον Κόπλο Πένομπσκοτ, απ' όπου η βρεταννική πολιτοφυλακή πραγματοποιούσε εφόδους κατά επαναστατικών κέντρων ανά το Μαίην. Είχαν ήδη κατακαύσει την πόλη του Φάλμουθ (σημερινό Πόρτλαντ) ως δήθεν επαναστατικό πυρήνα. Ομως, συνολικά, το πλοίο αυτό δεν επέτυχε να δώσει τέλος στις δημοτικές συνελεύσεις του Μαίην―ακόμη και οι βασιλόφρονες έπρεπε να παριστάνουν ότι έτρεφαν κάποια συμπάθεια προς τους επαναστάτες, προκειμένου να πάρουν άδεια από τις δημοτικές συνελεύσεις για οποιαδήποτε δραστηριότητά τους.

        Τέλος οι άνδρες του λεπτού της Ανατολικής Μαχίας, πόλεως στην ακτή του Κόλπου Πένομπσκοτ, αποφάσαν να απαλλάξουν την κοινότητα από το πλοίο Μαργαρίτα που αντιπροσώπευε το βρεταννικό καθεστώς στο Μαίην. Μια αιφνιδιαστική επίθεση πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 16 Ιουνίου 1775, οπότε άνδρες του λεπτού της Ανατολικής Μαχίας πλεύρισαν την Μαργαρίτα, προτού να μπορέσει το πλήρωμα να προβάλει την παραμικρήν αντίσταση. Το βρεταννικό πλοίο έφυγε, καταδιωκόμενο στενά από δύο κωπήλατα πλοιάρια φορτωμένα άνδρες του λεπτού του Μαίην. Η Μαργαρίτα συνελήφθη τελικά, και η κόκκινη σημαία με το πεύκο υψώθηκε στην θέση της βρεταννικής, που είχαν κατεβάσει οι επαναστάτες. Το γεγονός αυτό έθεσε τέρμα στην βρεταννική κυριαρχία επί της ακτής του Μαίην, αν και τα επαναστατικά αγήματα στο Μαίην δεν έπαψαν να έχουν αψιμαχίες με τα προερχόμενα από τον Καναδά βρεταννικά στρατεύματα.

         125. Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο του 1775.  Νωρίς τον Μάιο 1775, λίγο μετά την εισβολή στο Μιντλέσεξ, το δεύτερο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο συνήλθε στην Φιλαδέλφεια. Για πρώτη φορά η ανυπότακτη επαρχία της Μασσαχουσέττης αντιπροσωπεύθηκε εκεί, και η παρουσία των υποτιθέμενων επαναστατών σε ένα σώμα που θεωρούσε σκοπό του την συμφιλίωση υπήρξε πρόβλημα, αν και οι εκπρόσωποι της Μασσαχουσέττης δεν ήσαν κατ' ουδένα τρόπο οι αντάρτες που υποτίθεται πως ήσαν. Τους εκπροσώπους της Μασσαχουσέττης υποδέχθηκε στο Φράνκφορντ, λίγα μίλια έξω από την Φιλαδέλφεια, μια μικρή επιτροπή υποδοχής από άλλους εκπροσώπους στο Κονγκρέσσο, που τους προειδοποίησαν ότι, ενώ ο λόγος περί επαναστάσεως και ανεξαρτησίας μπορεί να ήταν κάτι το φυσιολογικό στην Μασσαχουσέττη, δεν θα γινόταν ανεκτός στην Φιλαδέλφεια, ότι οι βόρειοι επαναστάτες και οι υποτιθέμενοι ηγέτες των εθεωρούντο δυσάρεστοι στην Φιλαδέλφεια, και ότι θα όφειλαν να περιορίσουν αναλόγως τις ομιλίες τους. Εγινε φανερό ότι οι εκπρόσωποι της Μασσαχουσέττης θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα να αναγκάσουν το υπόλοιπο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο να πάρει θέση υποστηρίξεως της εξεγέρσεως της Μασσαχουσέττης, χωρίς να τους αφήσουν να καταλάβουν ότι γινόταν μια τέτοια προσπάθεια.

        Το Κονγκρέσσο είχε αρχικά προγραμματισθεί για την Δευτέρα, πρώτη Μαΐου, η οποία, όπως είδαμε ήδη, εχρησιμοποιείτο επί μακρόν από τους Οκαμακαμμεσσέτους ως ημέρα μνήμης της λευκής τυραννίας (ως επέτειος της κηρύξεως του Πολέμου των Πεκώτων το 1637), και η οποία είχε προσφάτως υιοθετηθεί ως επίσημη ημέρα από την παράλληλη μυστική εταιρία που είχαν ιδρύσει οι Λενάπες, οι Υιοί του Τάμμανυ (ή Υιοί του Ταμενούντ), μεταξύ των αποίκων της Νέας Υόρκης, Νέας Ιερσέης, και Πεννσυλβανίας. Η ένωση αυτή, που είχε την ευθύνη του μεγαλύτερου φιλοεπαναστατικού έργου στις αποικίες αυτές, έκανε τον Ταμενούντ, ιδρυτή της ομοσπονδίας των Λενάπων, προστάτη της άγιο, και καθιέρωσε την 1η Μαΐου ως ημέρα της εορτής του. Εξ αιτίας όμως των καθυστερήσεων στα ταξίδια εκείνες τις ημέρες, ιδίως με τις πολεμικές συνθήκες που ξεσπούσαν σε πολλά μέρη, η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά παρά στις 5 Μαΐου.

        Η πρώτη απόφαση του νέου Κονγκρέσσου παρότρυνε όλους τους αμερικανούς να παραμείνουν πιστοί στο βρεταννικό στέμμα. Κατόπιν συζητήθηκε το πρόβλημα της στάσεως του Κονγκρέσσου έναντι του ξεσηκωμού που υπήρχε στην Μασσαχουσέττη, ιδίως όσον αφορούσε τα γεγονότα περί την Βοστώνη, όπου μια επαναστατική ομάδα επιτίθετο τότε κατά ενός τμήματος του βρεταννικού στρατού. Ηταν δύσκολο είτε να επιδοκιμάσουν είτε να καταδικάσουν αυτή την υπόθεση. Η επιδοκιμασία του δικαίου μιας τέτοιας επαναστατικής δράσεως θα σήμαινε φασαρίες με την κυβέρνηση, για να μη πούμε πως η κοινή γνώμη στις περισσότερες αποικίες δεν ήταν έτοιμη για μια τέτοιαν αντιπαράθεση στην εξουσία, ενώ η καταδίκη των επαναστατικών ενεργειών εξ άλλου θα διέλυε την υποστήριξη των αποικιών της Νέας Αγγλίας, και πιθανόν και μέρους του Νότου, προς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, αφήνοντας μόνο τις μέσες αποικίες, που ήσαν οι λιγότερο ενεργείς στο ζήτημα των διαμαρτυριών κατά της βρεταννικής επεμβάσεως.

        Δεν φαινόταν λοιπόν να υπάρχει διέξοδος για την λήψη ξεκάθαρης θέσεως επί του θέματος. Το ζήτημα όμως παραήταν επείγον για να το αγνοήσουν. Η εναντίωση στους πολιορκητές της Βοστώνης και τους συμμάχους των στην Τικοντερόγα διακύβευε την βοήθεια των γιάνκηδων. Η έγκριση πάλι αυτών των επαναστατικών ενεργειών, που υπερέβαινε κατά πολύ τους σκοπούς του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου, θα ήταν πιθανώς δυσάρεστη στους εκπροσώπους του Νότου, και σχεδόν σίγουρα σε εκείνους της Νέας Υόρκης.

        Ο Σαμουήλ Ανταμς, ένας από τους αντιπροσώπους της Μασσαχουσέττης, ένας από τους φυγάδες από την Βοστώνη που είχε δραπετεύσει κάτω από την μύτη του βρεταννικού στρατού κατά την μάχη στο Λέξινγκτον, ήταν, όπως ίσως θα ανεμένετο, υπέρ της επιδοκιμασίας από μέρους του Κονγκρέσσου της πολιορκίας της Βοστώνης από τους άνδρες του λεπτού. Προχώρησε μάλιστα περισσότερο, και πρότεινε να αναλάβει το ίδιο το Κονγκρέσσο την ευθύνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η πρόταση αυτή οφείλετο κατά ένα μέρος στην απουσία αμέριστης συμπαθείας από πλευράς του στους σκοπούς των ανδρών του λεπτού, αφού ο ίδιος ο Ανταμς ανήκε στην ομάδα που απέβλεπε στο λαθρεμπόριο, και ενδιαφερόταν επομένως κυρίως για το πρόβλημα της φορολογίας. Η πρότασή του ήταν να αναλάβει το Κονγκρέσσο τα συνδυασμένα στρατεύματα των διαφόρων νεοεγγλέζικων αποικιών που δρούσαν γύρω από την Βοστώνη, και να τα αναγάγει σε Ηπειρωτικό Στρατό, υπό την ηγεσία αρχιστρατήγου διορισμένου από το Κονγκρέσσο. Και, προφανώς για να εξευμενίσει τον Νότο, αν και στην πραγματικότητα για να αναγκάσει τους Νοτίους να συμμετάσχουν ως επαναστάτες, πρότεινε ακόμη να διορισθεί νότιος αρχιστράτηγος. Η πρόταση έκαμψε σε μεγάλο βαθμό την αντίθεση του Νότου, και το ζήτημα μετατράπηκε σε υπόθεση Βορρά και Νότου μαζύ έναντι ενός διχασμένου αισθήματος από τους εκεπροσώπους των μέσων αποικιών. Τελικά συμφωνήθηκε έτσι από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, και την Παρασκευή, 16 Ιουνίου, ο Γεώργιος Ουάσινγκτον της Βιρτζίνιας διορίσθηκε αρχιστράτηγος του Ηπειρωτικού Στρατού, και εστάλη στο Καίμπριτζ προκειμένου να αναλάβει.

         126. Η Επίθεση κατά της Τσάρλσταουν.  Οι πολιορκητές της Βοστώνης, κατά την άνοιξη του 1775, αξιοποιούσαν τον χρόνο για να συγκεντρώσουν τις θέσεις τους στο Καίμπριτζ, Μπρούκλαϊν, και Ρόξμπουρυ, ενώ τα πολιορκημένα βρεταννικά στρατεύματα στην Βοστώνη απλώς περίμεναν. Το "παιχνίδι της αναμονής" στην πολιορκημένη πόλη ήταν ανιαρό. Κάθε φυσιολογική δραστηριότητα στην πόλη είχε ανασταλεί σχεδόν αμέσως μόλις άρχισε η πολιορκία. Η Λατινική Σχολή της Βοστώνης, που είχε εμπλακεί στις μάλλον ασυνήθεις ενέργειες διαμαρτυρίας το προηγούμενο χειμώνα, έκλεισε την δεκάτη ενάτη Απριλίου, αμέσως μετά την επιστροφή της πολιτοφυλακής στην Βοστώνη. Και δεν άργησαν να πάψουν και όλες οι άλλες δραστηριότητες στην πόλη, ιδίως αφού η θαλάσσια, όπως και οι εσωτερικές επικοινωνίες είχαν νεκρωθεί. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνει κανείς παρά να περιμένει. Οι στρατιώτες έλαβαν αρκετά μέτρα για να δείξουν την περιφρόνησή τους για τον λαό της Βοστώνης, ιδίως για τα μέρη που είχαν χρησιμοποιηθεί ως επαναστατικά στέκια. Η Παληά Εκκλησία του Νότου είχε μετατραπεί σε σχολή ιππασίας των στρατευμάτων, και τόννοι χώματος είχαν σωρρευθεί μέσα στο κτίριο, προκειμένου να σταυλίζονται καλύτερα τα άλογα, ενώ τα αρχεία που εφυλάσσοντο εκεί μέσα, περιλαμβανομένων των πρωτότυπων αρχείων της Αποικίας του Πλύμουθ, λεηλατήθησαν από τα στρατεύματα. Εχοντας ειδικά υπ' όψη το γεγονός ότι τα θέατρα αποδοκιμάζοντο ιδιαίτερα από τον λαό της Μασσαχουσέττης, η πολιτοφυλακή που έλεγχε την Βοστώνη κατά την πολιορκία μετέτρεψε το Μέγαρο Φάνεϊλ σε θέατρο, όπου οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί έπαιζαν οι ίδιοι διάφορα θεατρικά έργα, τόσο εκείνα που γράφονταν στην Αγγλία, όσο και κάποια αυτοσχέδια. Ο λαός, παραμένοντας αργός και έχοντας πολύν χρόνο να σκοτώσει, επινοούσε διάφορα είδη διασκεδάσεων, συνθέτοντας καινούργιες όταν βαρυόταν τις παληές. Ετσι, ένας νέος χορός, και ένα καινούργιο παιχνίδι τράπουλας, με το όνομα Βοστώνη και οι δυό, προήλθαν από αυτήν την περίοδο αδρανείας.

        Αυτό το "παιχνίδι αναμονής," φυσικά, συνέβαλε στην πτώση του ηθικού των βρεταννικών στρατευμάτων στην πολιορκημένη πόλη. Ενίοτε, πράγματι, ριχνόταν καμμιά κανονιά από το Καίμπριτζ κατά του Σόμερσετ ή κανενός πλοίου που εμφανιζόταν στον Ποταμό Τσαρλς, αλλά αυτές οι βολές δεν μπορούσαν να φθάσουν στην Βοστώνη. Ετσι, ενώ οι επαναστάτες σταθεροποιούσαν την θέση τους γύρω από την Βοστώνη, οι βρεταννοί απλώς προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν σημεία κάποιας νέας δραστηριότητας. Οι εμπειρίες τους από το Λέξινγκτον και το Κόνκορντ ήταν προειδοποίηση κατά της επαναλήψεως μιας ακόμη απόπειρας άμεσης εισβολής στο Μιντλέσεξ, ενώ τα αναχώματα στον Λαιμό της Βοστώνης (σημερινό Νότιο Ακρο) τους απέκλειαν αποτελεσματικά την διαφυγή από ξηράς. Η προσπάθεια παρακολουθήσεως και η χαρτογράφηση έμοιαζαν να είναι τα μόνα που μπορούσαν να κάνουν τα πολιορκημένα στρατεύματα. Και ο πολιορκημένος στρατός στην Βοστώνη έφτιαξε βεβαίως μερικούς πολύ καλούς χάρτες της πόλεως και των περιχώρων της.

        Στο στρατόπεδο των επαναστατών, που είχε το επιτελείο του στο Καίμπριτζ, αντιθέτως, τα πάντα ήσαν δράση. Οι αγρότες του Μιντλέσεξ, έχοντας εκτοπίσει τους Τόρηδες (βασιλόφρονες) μεγαλοϊδιοκτήτες, και αποκτήσει επομένως περισσότερη γη μέσω των ενεργειών των ανδρών του λεπτού και των συμμάχων τους από τις γειτονικές αποικίες, συναλλάσσοντο μετά χαράς με το επαναστατικό στρατόπεδο, το οποίο, πράγματι, περιείχε πολλούς από τους δικούς τους ανθρώπους. Νέα αγήματα κατέφθαναν από διάφορα μέρη της Νέας Αγγλίας. Το Επαρχιακό Κονγκρέσσο, ονομαστικά υπεύθυνο για την πολιτική ανυπακοή, μετακινήθηκε από το Κόνκορντ στην Γουώτερταουν ώστε να είναι σε στενότερη επαφή με το Καίμπριτζ, το επαναστατικό στρατιωτικό επιτελείο. Το Καίμπριτζ έγινε, για λίγο, το πραγματικό επαναστατικό επιτελείο της Αμερικής. Αφού ήταν επιθυμητή η διατήρηση του Κολλεγίου Χάρβαρντ, και φυσικά οι εμπόλεμοι το ήθελαν ως μέσο εκπαιδεύσεως της αμερικανικής νεολαίας για την τοποθέτησή της με το μέρος της εξεγέρσεως, αποφασίσθηκε, για την προστασία του, να το μεταφέρουν από το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων μετακινώντας το προσωρινά στο Κόνκορντ, όπου και παρέμεινε μέχρι πέρατος της πολιορκίας.

        Καθώς πλησίαζε το Σάββατο, 17 Ιουνίου, εκατοστή επέτειος της κηρύξεως του πολέμου του Μετακόμη κατά των Προσκυνητών, ήταν φυσικό για ένα εθελοντικό σώμα υπό την επιρροή μιας τέτοιας μυστικής εταιρίας όπως οι Οκαμακαμμεσσέτοι να διαλέξουν αυτήν την ημερομηνία ως την ημέρα επιθέσεως. Προγραμματίσθηκε να γίνει έφοδος κατά της Βοστώνης από τον ίδιο δρόμο που είχαν κάνει οι Πουριτανοί την επίθεσή τους κατά της προκατόχου της Βοστώνης, της πόλεως Σωουμούτ των ερυθροδέρμων. Σχεδιάσθηκε λοιπόν να καταλάβουν την χερσόννησο Μισάουβουμ, την οποία οι βρεταννοί ονόμαζαν Τσάρλσταουν, ως προκαταρκτική κίνηση πριν από την προέλαση κατά αυτής ταύτης της Βοστώνης.

        Ετσι, νωρίς το πρωί της 17ης, ένα εκστρατευτικό σώμα ανδρών του λεπτού ξεκίνησε από το Καίμπριτζ για την Τσάρλσταουν. Λογάριαζαν να κυριεύσουν τον ισθμό που ήταν γνωστός ως Λαιμός του Τσάρλσταουν, που συνέδεε την Τσάρλσταουν με την στερηά του Μιντλέσεξ, και κατόπιν να καταλάβουν τον βορεινό από τους διδύμους λόφους της Τσάρλσταουν, γνωστόν ως Λόφο Μπούνκερ. Το ύψωμα αυτό δεν προσέφερε καθόλου πλήρη θέα της πόλεως της Βοστώνης, αφού ένας δεύτερος λόφος, ο Λόφος του Μπρηντ, μεσολαβούσε μεταξύ του Λόφου Μπούνκερ και του Ποταμού Τσαρλς, ο οποίος χώριζε την χερσόννησο Τσάρλσταουν από την Βοστώνη. Η κατάληψη του Λόφου Μπούνκερ όμως θα έδινε στους άνδρες του λεπτού το πλεονέκτημα μιας θέσεως κοντά στην Βοστώνη, και ταυτοχρόνως αθέατης από τις αρχές μέσα από την πόλη. Εάν είχαν την ευκαιρία να ενισχύσουν αυτήν την θέση, θα μπορούσαν στηριζόμενοι εκεί, να προελάσουν στον Λόφο του Μπρηντ, και να ανοίξουν πυρ ευθέως κατά της Βοστώνης.

        Η τακτική όμως αυτή δεν ακολουθήθηκε όπως είχε σχεδιαστεί από τους υπεύθυνους της κινήσεως της πολιτικής ανυπακοής. Οι άνδρες του λεπτού, φθάνοντας στον Λόφο Μπούνκερ, άρχισαν να ανυπομονούν στην ιδέα να περιμένουν εκεί, όπου δεν ήσαν πιο κοντά στον στόχο της εισβολής στην Βοστώνη, απ' όσο ήσαν στο Καίμπριτζ. Οπότε, με δική τους πρωτοβουλία, προέλασαν στον Λόφο του Μπρηντ, όπου οχυρώθησαν με αναχώματα―πολύ πλησιέστερα στην Βοστώνη, αλλά υπό το βλέμμα της πολιορκημένης βρεταννικής πολιτοφυλακής μέσα στην πόλη. Στην πορεία της προελάσεως αυτής, άφησαν επίσης τον Λαιμό της Τσάρλσταουν απροστάτευτο σε κάποια πιθανή αποβίβαση καμμιάς βρεταννικής δυνάμεως από τον Ποταμό Τσαρλς ή τον Μυστικό Ποταμό, που θα μπορούσε να τους κτυπήσει από τα νώτα και να τους αποκόψει έτσι εντελώς. Το στρατήγημα αυτό, ωστόσο, δεν επιχειρήθηκε από τους βρεταννούς, οι οποίοι μάλλον αιφνιδιάσθησαν από την όλη κίνηση, και δεν ήξεραν ότι ο Λαιμός δεν ήταν το ίδιο περιχαρακωμένος όσο ο Λόφος του Μπρηντ.

        Η βρεταννική πολιτοφυλακή απέστειλε αμέσως δυνάμεις στην Τσάρλσταουν, και, χωρίς κανένα απολύτως φανερό λόγο, έβαλε φωτιά στην πόλη της Τσάρλσταουν, κυνηγώντας ξανά μέσα στις φλόγες όλους τους κατοίκους που προσπαθούσαν να γλυτώσουν. Αυτή η ενέργεια, που μπορούσαν να βλέπουν κανονικά μέσα από την Βοστώνη, αύξησε την δυσαρέσκεια του δέσμιου των βρεταννών πληθυσμού.

        Το τελικό αποτέλεσμα της αψιμαχίας στην κορυφή του Λόφου του Μπρηντ στάθηκε επιτυχές για την πολιτοφυλακή της βρεταννικής διοικήσεως―τουλάχιστον όσο μπορεί να θεωρηθεί νίκη το ότι έφθασαν στον λόφο και απώθησαν τους άνδρες του λεπτού. Οι τελευταίοι αυτοί, προωθούμενοι τόσο πολύ, είχαν αποκόψει εαυτούς από την βάση τους, και, μετά από δύο επιτυχείς εφόδους κατά του στρατού, αναγκάσθησαν τελικά να υποχωρήσουν ελείψει πυρομαχικών. Η χερσόννησος Τσάρλσταουν πέρασε τώρα μέσα στο βρεταννικό πεδίο, με κόστος όμως το ένα τρίτο περίπου της βρεταννικής φρουράς της Βοστώνης. Οι άνδρες του λεπτού, όμως, μπόρεσαν να εγκαταστήουν ένα σταθμό κοντά στον Λαιμό της Τσάρλσταουν, στον Λόφο Πρόσπεκτ, στην περιοχή που είναι σήμερα η πόλη Σόμερβιλ, και έτσι, ακόμη και η ήττα στον Λόφο του Μπρηντ κατέληξε ουσιαστικά στην προώθηση της γραμμής των ανδρών του λεπτού.

        Αυτή υπήρξε η μοναδική περίπτωση από την αρχή μέχρι το τέλος της πολιορκίας της Βοστώνης που οι πολιορκημένες "υπουργικές δυνάμεις," όπως τους ονόμαζαν οι επαναστάτες, επιχείρησαν έξοδο από την πόλη. Η επακόλουθη νίκη παραήταν ακριβή για να ενθαρρύνει την επανάληψη του εγχειρήματος, και ο βρεταννικός στρατός άρχισε να αισθάνεται μεγαλύτερο σεβασμό για τους πολιορκητές του. Οπως σχολίασε ο Στρατηγός Γκαίητζ, δύο ακόμη τέτοιες νίκες, και δεν θα απέμενε διόλου στρατός. Το κόκκινο λάβαρο με το πεύκο των Πενακούκων έκανε έντονα αισθητή την παρουσία του ακόμη και στην ήττα, και τα εκατόχρονα της κυρήξεως του Πολέμου του Μετακόμη εορτάσθησαν επάξια.

        Φαίνεται πως ο Δρ. Ιωσήφ Ουώρρεν, ο οποίος είχε συλληφθεί στην Βοστώνη κατά την διάρκεια της πολιορκίας, είχε καταφέρει να τρυπώσει μέσα στις γραμμές και να πάρει μέρος στις εχθροπραξίες στην Τσάρλσταουν, όπου και φονεύθηκε.

        Η σύγκρουση αυτή ορθώς ονομάσθηκε από τα βρεταννικά στρατεύματα η Μάχη της Τσάρλσταουν. Για κάποιον λόγο όμως οι αμερικανοί της έδωσαν το όνομα του Λόφου Μπούνκερ, στον οποίο ωστόσο δεν έγινε η μάχη, παρά απλώς οι άνδρες του λεπτού είχαν λογαριάσει να εγκατασταθούν, χωρίς να το καταφέρουν. Το όνομα τηρήθηκε τόσο πολύ ώστε και σήμερα ακόμη, το μνημείο επάνω στον Λόφο του Μπρηντ εις μνήμην της μάχης, ονομάζεται και αυτό Μνημείο του Λόφου Μπούνκερ. Η επέτειος της συμπλοκής, 17 Ιουνίου, επέτειος επίσης και του Πολέμου του Μετακόμη, εορτάζεται κανονικά μέσα και γύρω από την Βοστώνη.

 

127. Ο Ουάσινγκτον Αναλαμβάνει την Ηγεσία.  Εν τω μεταξύ ο Γεώργιος Ουάσινγκτον από την Βιρτζίνια, βρισκόταν καθ' οδόν προς το Καίμπριτζ για να αναλάβει την ηγεσία των επαναστατικών στρατιωτικών ενεργειών. Είχε ήδη, όπως είδαμε, χρισθεί για την θέση αυτή από το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο, και ήταν ανάγκη οι άνδρες του λεπτού να του αναθέσουν τις στρατιωτικές ένέργειες, εάν ήθελαν να περιμένουν οποιαδήποτε εξωτερική βοήθεια.

        Την Δευτέρα, 3 Ιουλίου 1775, ο Ουάσινγκτον έφθασε στο Καίμπριτζ, και, καθώς οι άνδρες του λεπτού και οι σύμμαχοί τους από τις άλλες αποικίες της Νέας Αγγλίας οργάνωσαν μια επιθεώρηση στο Κοινό του Καίμπριτζ, ο Ουάσινγκτον, ορθός κάτω από μια γέρικη φτελιά ακριβώς έξω από το Κοινό, παρέλαβε την ηγεσία αυτής της στρατιωτικής δυνάμεως, θέτοντάς την έτσι υπό τον έλεγχο του Ηπειρωτικού Κονγκρέσσου και καθιερώνοντάς την ως τον Ηπειρωτικό Στρατό.

        Αυτή η τοποθέτηση ενός εθελοντικού στρατού εργατών και αγροτών της Μασσαχουσέττης υπό την στρατιωτική πειθαρχία ενός Νοτίου έθεσε τέλος στο αρχικό στάδιο της Αμερικανικής Επαναστάσεως, ή στάδιο της πολιτικής ανυπακοής, και της έδωσε περισσότερο τον χαρακτήρα ενός εθνικού πολέμου μεταξύ της Αμερικής και της Αγγλίας. Ο ίδιος ο Ουάσινγκτον, ωστόσο, εξακολουθούσε να παραμένει απρόθυμος να αναγνωρίσει πως πολεμούσε την Αγγλία, είτε, ουσιαστικά, οποιονδήποτε εκτός ορισμένων αξιωματικών στην Βοστώνη: Επέμενε πάντα στην δήλωσή του "Αγαπώ τον βασιλέα μου."

        Οι άνδρες του λεπτού υπήρξαν ανέκαθεν μια εθελοντική ομάδα, δρώντας απλώς σε συνεργασία υπό την καθοδήγηση μυστικών ενώσεων, εθελοντικά, και χωρίς επιβεβλημένη πειθαρχία. Αυτό, βέβαια, ήταν άκρως απεχθές στον αρχιστράτηγο, για τον οποίο η μοναρχική πειθαρχία ήταν σπουδαιότατο ζήτημα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί από εκείνους που είχαν εθελοντικά παρουσιασθεί ως άνδρες του λεπτού άρχισαν τώρα να λιποτακτούν, ενώ ο Αρτεμάς Ουώρντ, που είχε την διοίκηση των πολιορκητικών στρατευμάτων μέχρι την άφιξη του Ουάσινγκτον, και στον οποίο ο τελευταίος είχε αναθέσει το αξίωμα του συνταγματάρχου, δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με τον Ουάσινγκτον, κι έτσι παραιτήθηκε και πήγε σπίτι του. Το εθελοντικό πνεύμα που είχε ξεκινήσει τον ξεσηκωμό του Μιντλέσεξ συνετρίβετο τώρα με γρήγορους ρυθμούς από τον Ουάσινγκτον.

        Ως και η κόκκινη σημαία με το πεύκο που είχε μόλις σημαδέψει τόσο πανηγυρικά την Τσάρλσταουν ετέθη υπό απαγόρευση από τον Ουάσινγκτον, ως πολύ ριζοσπαστικό σύμβολο για να εκφράσει την γνήσια αριστοκρατία του Νότου, την οποία εκείνος εκπροσωπούσε. Αντί του κόκκινου πεδίου του εμβλήματος του πεύκου των Πενακούκων, ο Ουάσινγκτον έβαλε τις κόκκινες και άσπρες λωρίδες του οικοσήμου της οικογενείας Ουάσινγκτον, με μόνη παραχώρηση προς το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο που τον είχε διορίσει στην αρχηγία, τον αριθμό των λωρίδων, δεκατρείς, για τις δεκατρείς αποικίες που αντιπροσωπεύοντο στο Κονγκρέσσο. Το πεύκο στην άκρη του λαβάρου των ανδρών του λεπτού, που το θεωρούσαν έμβλημα της ελευθερίας τους, απαλείφθηκε όλως δι' όλου από τον Ουάσινγκτον, που το αντικατέστησε με τον λοξό σταυρό των βρεταννών, για να δηλώσει την ακλόνητη πίστη του στον βασιλέα. Το αποτέλεσμα ήταν μια βρεταννική σημαία, παραλλαγμένη μόνο με την εισαγωγή του γραμμωτού μοτίβου, που οι βρεταννοί αξιωματικοί στην Βοστώνη ονόμαζαν "οι αντάρτικες λωρίδες."

        Εν τούτοις, παρά την αλλαγμένη ατμόσφαιρα, οι επί μέρους άνδρες του λεπτού, μεταμορφωμένοι πλέον σε στρατιώτες του Ηπειρωτικού Στρατού, εξακολουθούσαν, κατά την δική τους κρίση, να πολεμούν για την ατομική και αποικιακή ελευθερία, και μεταξύ τους κυκλοφορούσαν φυλλάδια πάνω στο θέμα της ελευθερίας ή της ισότητας ή των ατομικών δικαιωμάτων. Πολλοί μάλιστα ήσαν αρκετά αισιόδοξοι ώστε να ελπίζουν ότι μια αναδιοργάνωση του στρατού υπό τον Ουάσινγκτον θα βοηθούσε, μακροπρόθεσμα, την υπόθεση της ατομικής ελευθερίας. Εγινε παράδοση στην περιοχή του Καίμπριτζ, πως η φτελιά κάτω από την οποίια ο Ουάσινγκτον ανέλαβε την ηγεσία θα κρατούσε, όσο η Αμερική θα υπερασπιζόταν την ελευθερία και θα παρέμενε έξω από σχέσεις με την Αγγλία. (Παραδόξως λοιπόν, το δένδρο τελικά πέθανε το 1917, όταν η Αμερική μπήκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο στην ίδια πλευρά με την Αγγλία, ενώ ξεκινούσαν οι μαζικές ενέργειες καταστολής των πολιτικών δικαιωμάτων.)

         128. Επίθεση στον Καναδά.  Αυτήν την εποχή, αν και όλες οι αποικίες από το Μαίην ώς την Τζώρτζια αντιπροσωπεύοντο στο Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο που υποστήριζε τους πορθητές της Βοστώνης, και αν και όλα τα νομοθετικά τους σώματα είχαν διακόψει σχέσεις με την βρεταννική διοίκηση, υπήρχαν κάποια λίγα μέρη της Αμερικής σε ανοικτή επανάσταση, περιλαμβανομένης κυρίως της καθευτού Μασσαχουσέττης, του Βέρμοντ, μιας μικρής περιοχής περί την Τικοντερόγα στην Επαρχία της Νέας Υόρκης, και της περιοχής του Κόλπου Πενομπσκότ στο Μαίην. Επί πλέον, υπήρχε μια αρχόμενη κατάσταση εξεγέρσεως στο εσωτερικό της Βόρειας Καρολίνας, και, πέρα από την οροσειρά των Αππαλαχίων, ήσαν οι εκτός νόμου αποικίες της Τρανσυλαβανίας, Βανδάλιας, και Βατάουγκας, όχι ακριβώς εν εξεγέρσει, αλλά εγκατεστημένες εκεί εν πλήρει παραβάσει των διαταγών. Η Αγγλία έως τότε δεν είχε κάνει και μεγάλες προσπάθειες να αποστείλει στρατεύματα στον Νότο ή στις μέσες αποικίες, εκτός από μια συγκέντρωση στρατευμάτων στην Νήσο Σταίητεν, στην είσοδο του λιμένος της Νέας Υόρκης, όπου η στρατιωτική διοίκηση ήταν μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Στην Νέαν Αγγλία, τα βρεταννικά στρατεύματα ήσαν σχεδόν πλήρως περικυκλωμένα μέσα στην Βοστώνη, και η μόνη επικοινωνία τους ήταν δια θαλάσσης. Αλλά το κύριο επιτελείο των βρεταννικών δυνάμεων στην Αμερική ήταν στην τειχισμένη και οχυρωμένη πόλη του Κεμπέκ, που οι βρεταννοί είχαν προσφάτως κατακτήσει από τους γάλλους. Το φρούριο αυτό ήταν μια μόνιμη απειλή για τα επαναστατικά προκεχωρημένα φυλάκια στο Μαίην και το Βέρμοντ, τα οποία βρίσκονταν σε άνετη απόσταση βολής από το Κεμπέκ. Ετσι, μια ομάδα ξεκίνησε από το επαναστατικό κέντρο στον Κόλπο Πένομπσκοτ μέσα σπό τα δάση του Μαίην για το Κεμπέκ, προκειμένου να κτυπήσει τους στρατοκράτορες μέσα στο ίδιο τους το επιτελείο. Στο μεταξύ, η συμμορία του Μοντγκόμερυ, οι φιλοεπαναστατικοί από την Νέα Υόρκη που είχαν καταφύγει για λόγους ασφαλείας στην Τικοντερόγα, διακρίνοντας στο καναδικό ταξίδι μιαν ευκαιρία να απομακρυνθούν λιγάκι περισσότερο από την Νέα Υόρκη, προχώρησαν βορείως μέσω των Αντιροντάκ, μέσα σπό εχθρική ιροκέζικη χώρα, στον Καναδά, και κυρίευσαν τον Αγιο Ιωάννη και κατόπιν το Μοντρεάλ, που δεν επρόβαλαν και μεγάλη αντίσταση. Χρησιμοποιώντας το Μοντρεάλ ως βάση, τα νεοϋρκέζικα τμήματα του Μοντγκόμερυ προέλασαν προς τις εκβολές του Ποταμού Αγίου Λαυρεντίου για να ενωθούν με το εκστρατευτικό σώμα του Μαίην εναντίον του Κεμπέκ.

        Ο γαλλικός πληθυσμός του Καναδά ήταν πολύ διηρημένος στην στάση του έναντι των εισβολέων. Ενόσω μικροί στρατοί γάλλλων "πατριωτών" οργανώνοντο πίσω από τις γραμμές των αμερικανών επαναστατών στον Καναδά, για να ελευθερώσουν τον Καναδά τους από τον βρεταννό κατακτητή, υπήρχαν περισσότεροι μεταξύ των γαλλοκαναδών που φοβόντουσαν ότι οι μισητοί "Μπαστωνέζοι" θα τους αφαιρούσαν την γη τους, και οι οποίοι προσέφυγαν γι' αυτό στην υποστήριξη της Αγγλίας. Οι επανασταημένοι "πατριώτες" έγιναν γνωστοί στον κορμό των γαλλοκαναδών ως "μπαστωνέζοι." Ακόμη και ηγέτες του επαναστατικού κινήματος μεταξύ των γαλλοκαναδών χαρακτηρίζονταν περιπαικτικά από τους αντιπάλους τους "Μπαστόν." Οι επαναστάτες όμως, σημειώνοντας ότι "μπαστόν" ήταν μια συνήθης εναλλακτική γραφή της λέξεως "μπατόν" (στυλιάρι), χρησιμοποίησαν το όνομα οι ίδιοι. Εκείνη που κυρίως διατήρησε τους γαλλοκαναδούς πιστούς στην Αγγλία, ήταν εν πολλοίς η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία πήρε αυτό το μέρος επειδή η Αγγλία της παραχώρησε τον πλήρη σχεδόν έλεγχο της Επαρχίας του Κεμπέκ.

        Οι μικρές "πατριωτικές" συμμορίες υπήρξαν φυσικά κάποια βοήθεια για την προέλαση των στρατών τόσο της Νέας Υόρκης όσο και του Μαίην μέσα στον Καναδά, που και οι δύο τελικά ενώθησαν και κύκλωσαν το Κεμπέκ για μια μακρά πολιορκία, που συνεχίσθηκε σχεδόν παράλληλα με εκείνην της Βοστώνης. Στην περίπτωση της τελευταίας, ωστόσο, ο πληθυσμός τόσο μέσα όσο και έξω της πόλεως υπήρξε σχεδόν συντριπτικά ευνοϊκός έναντι των επαναστατών, ενώ στην περίπτωση του Κεμπέκ, παρά τα πολυάριθμα πατριωτικά τμήματα που διεξήγαν ανταρτοπόλεμο έξω από την πόλη, και τις εξ ίσου πολυάριθμες απόπειρες μέσα στην πολιορκημένη πόλη να ξεσηκωθεί ο κόσμος με κρυφές προκηρύξεις με την υπογραφή "Μπαστόν," οι αμερικανοί επαναστάτες συνάντησαν την εχθρότητα τόσο της πολιορκημένης πόλεως όσο και μέσα από τις ίδιες τους τις γραμμές―ιδίως από τους "μεγαλοκυρίους" ή φεουδάρχες του Κεμπέκ, που φοβόντουσαν πως οι γιάνκηδες είχαν έλθει να τους πάρουν την γη τους, και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν τους τις επαναστατικές πολιορκητικές δυνάμεις να ανεφοδιάζονται. Μια απόπειρα της βρεταννικής φρουράς να πραγματοποιήσει έξοδο από το Κεμπέκ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αποκρούσθηκε, αλλά τελικά, τον Μάιο, μετά από δεκάμηνη πολιορκία, οι αμερικανοί επαναστάτες, αντιμέτωποι με την αυξανόμενη δυσκολία ανεφοδιασμού σε μια χώρα τόσο εχθρική απέναντί τους, τελικά αποσύρθησαν, και έχασαν όλο το καναδέζικο έδαφος που είχαν κατακτήσει. Τα γαλλοκαναδέζικα "πατριωτικά" στρατεύματα, εν τούτοις, εξακολούθησαν τον ανταρτοπόλεμό τους σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας, και τα κείμενα σχετικά με τα δόγματα των Μπαστωνέζων περί "ελευθερίας και "ισότητος" και "δικαιωμάτων του ανθρώπου" είχαν την ευκαιρία να κυκλοφορούν μεταξύ των γάλλων στον Καναδά. Ο ίδιος όμως ο Καναδάς είχε πλέον χαθεί οριστικά για τους επαναστάτες.

         129. Εκκένωση της Βοστώνης.  Μετά την αποτυχία της εισόδου στην Βοστώνη δια της Τσάρλσταουν, από βορρά, οι άνδρες του λεπτού είχαν σχεδιάσει να επιχειρήσουν είσοδο στην πολιορκημένη πόλη από την αντίθετη κατεύθυνση, από νότο. Σε αυτήν την πλευρά της Βοστώνης υπήρχε η χερσόννησος που ήταν τότε γνωστή ως Λαιμός του Ντόρτσεστερ, σήμερα Νότια Βοστώνη, στην οποία υπήρχε ένας λόφος (ο τότε Λόφος του Νουκ ή Υψώματα του Ντόρτσεστερ, και σημερινός Λόφος Τηλεγράφου) που εδέσποζε της Βοστώνης, όχι τόσο κοντά στην πόλη όσο ο Λόφος του Μπρηντ, αλλά με το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι έβλεπε το λιμάνι όσο και την πόλη, ώστε, με τα Υψώματα του Ντόρτσεστερ οχυρωμένα, η βρεταννική στρατιωτική δύναμη θα μπορούσε να αποκοπεί και από την θαλάσσια επικοινωνία όπως και από την στεριανή.

        Εγιναν λοιπόν σχέδια νωρίς το θέρος του 1775 να καταληφθεί μια θέση στα Υψώματα του Ντόρτσεστερ, όταν μεσολάβησε μια διακοπή με την μορφή της αναλήψεως της ηγεσίας των πολιορκητών από τον Γεώργιο Ουάσινγκτον. Ο Ουάσινγκτον θεωρούσε ότι οι εθελοντές παραήσαν "απειθάρχητοι," και χρειάζονταν στρατιωτικά γυμνάσια. Αληθεύει επίσης ότι οι άνδρες του λεπτού δεν είχαν αρκετά πολεμοφόδια, αν και αυτό διορθώθηκε γρήγορα: Φιλοεπαναστάτες στην νήσο Βερμούδα καταμεσίς του Ατλαντικού κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν την βρεταννική εφοδιοπομπή στο νησί τους, και διοχέτευσαν κρυφά τα εφόδια στον Ηπειρωτικό Στρατό στην Μασσαχουσέττη.

        Και πάλι ο Ουάσινγκτον αρνιόταν να δράσει, και επέμενε να υποβάλλει τους "Ηπειρωτικούς" σε άχρηστα γυμνάσια επί μήνες, για να τους εξομοιώσει με ό,τι ακριβώς συνιστούσε τον στόχο της εεξεγέρσεώς τους. Αυτό τράβηξε όλο το φθινόπωρο και τον χειμώνα, ενώ η φρουρά της Βοστώνης διαθέτοντας ακόμη θαλάσσια επικοινωνία, μπόρεσε να ανεφοδιάζεται από την Αγγλία μέσω αυτής της οδού. Ο αναποτελεσματικός Στρατηγός Γκαίητζ, διοικητής των βρεταννικών δυνάμεων στην Βοστώνη, αντικαταστάθηκε από τον Λόρδο Χόουι, ενώ μεταξύ των επαναστατών που κύκλωναν την πόλη, ο Ουάσινγκτον περνούσε τον περισσότερο καιρό του κρατώντας σε κατάσταση αδρανείας ένα στρατό με σαφές σχέδιο δράσεως και έτοιμο να το εφαρμόσει.

        Επί τέλους, την Δευτέρα, 4 Μαρτίου 1776, αφού αυτή η κατάσταση απραξίας είχε κρατήσει κοντά οκτώ μήνες, ο Ουάσινγκτον εδέησε να αναλάβει δράση σύμφωναμε την πρόταση των Υψωμάτων Ντόρτσεστερ. Με την κάλυψη της νύκτας, ποσότητες τουφεκιών και εφοδίων μεταφέρθησαν στα Υψώματα, ενώ ταυτόχρονα εξορύχθησαν χαρακώματα και υψώθησαν φράγματα. Χρησιμοποιήθησαν αρκετοί άνδρες για να μπορέσει το έργο να ολοκληρωθεί μέσα σε μια νύκτα, έτσι που το πρωί, οι δυνάμεις του Λόρδου Χόουι στην Βοστώνη με έκπληξη αντίκρυσαν τα Υψώματα του Ντόρτσεστερ, που την προηγούμενη βραδυά ήσαν έρημα, πλήρως οχυρωμένα και εμφανώς έτοιμα να κτυπήσουν όχι μόνο την Βοστώνη αλλά και τα πλοία στο λιμάνι. Αυτή η απώλεια σήμαινε καταστροφή της μοναδικής εξωτερικής γραμμής επικοινωνίας που είχαν οι βρεταννοί, και ο Λόρδος Χόουι άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις για την εκκένωση της Βοστώνης. Ο Ουάσινγκτον ικανοποίησε αυτό το αίτημα, και τα βρεταννικά στρατεύματα στην Βοστώνη άρχισαν τις προετοιμασίες για την αποχώρηση. Αρκετές χιλιάδες Τόρηδες ομοίως κανόνισαν να εγκαταλείψουν την Βοστώνη μαζύ με τον στρατό του Χόουι, συνειδητοποιώντας ότι τα αίματα είχαν ανάψει στην πόλη, και φοβούμενοι για το τί θα συνέβαινε όταν θα έμενε χωρίς βασιλική προστασία.

        Στο μεταξύ, ο λαός της Βοστώνης είχε λόγους να φοβάται κάποια τελική πράξη εκδικήσεως από τον Χόουι, όπως τον εμπρησμό της πόλεως κατά την εκκένωσή της. Οι εκλέκτορες της Βοστώνης έλαβαν διαβεβαιώσεις από τον Χόουι ότι δεν θα επιχειρείτο εμπρησμός, και έστειλαν την σχετική επιστολή του Χόουι στον Ουάσινγκτον, ζητώντας του παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Ο Ουάσινγκτον, περισσότερο τυπικός στα περί προσφωνήσεων και τίτλων από τον βρεταννό στρατηγό, και περιφρονώντας τους δημοκρατικούς θεσμούς της Νέας Αγγλίας, απάντησε πως δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη του την αλληλογραφία του Χόουι, επειδή "Δεν απευθυνόταν σε κανένα"! Αυτή ήταν προφανώς η γνώμη του Ουάσινγκτον για τους εκπροσώπους των πολιτών της Βοστώνης―για εκείνο ήσαν "κανείς."

        Αν και οι άγγλοι δεν αποπειράθησαν να κάψουν την πόλη, ένα νεοϋρκέζικο σύνταγμα από τον στρατό του Χόουι όργωσε την πόλη με τσεκούρια, καταστρέφοντας σπίτια, λεηλατώντας ό,τι πράγματα αξίας έβρισκαν, και ρημάζοντας πολλά ακόμα. Μέχρι την 13 Μαρτίου, τα νερά του λιμανιού είχαν γεμίσει από κατεστραμένα έπιπλα των σπιτιών και των καταστημάτων της Βοστώνης. Τα αρχεία της αποικίας του Πλύμουθ, που είχαν διατηρηθεί στην Παληά Εκκλησία του Νότου, εμφανίσθησαν στην Αγγλία μόλις το 1910, στα χέρια κάποιου εγγλέζου που δεν είχε ιδέα πώς περιήλθαν στην κατοχή του, εκτός του ότι υπήρχαν στην ιδιοκτησία της οικογενείας του για αρκετόν καιρό.

        Την 16η, και το πρωί της 17ης, καθώς όλα ήσαν έτοιμα για την εκκένωση, ο Χόουι επιχείρησε μια επίθεση της τελευταίας στιγμής κατά των χαρακωμάτων των Υψωμάτων Ντόρτσεστερ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, την Κυριακή, 17 Μαρτίου 1776, ο Χόουι, και ολόκληρη η στρατειά του, μαζύ με χίλιους εκατό Τόρηδες που φοβούνταν να παραμείνουν στην Βοστώνη, εγκατέλειψαν την πόλη και απέπλευσαν για το Χάλιφαξ, αν και ένας βρεταννικός στόλος παρέμεινε για αρκετούς μήνες έξω από το λιμάνι της Βοστώνης, στα ανοιχτά της Ναντασκέτης. Μέσα σε λίγες ώρες μετά την εκκένωση της Βοστώνης από τους βρεταννούς, οι άνδρες του λεπτού του Ρόξμπουρυ επέλασαν μέσα στην Βοστώνη και κυρίευσαν την Βοστώνη και την Τσάρλσταουν. Η Μασσαχουσέττη, με εξαίρεση κάποια μέρη του Μαίην και μερικά νησιά της, ήταν τώρα οριστικά υπό επαναστατικόν έλεγχο, και μπορούσε να στρέψει την προσοχή της στην ενίσχυση της εξεγέρσεως στις άλλες αποικίες.

Κεντρική Σελίδα    Περιεχόμενα    Επόμενο