Κεντρική Σελίδα των Αρχείων      Περιεχόμενα      Επόμενο Κεφάλαιο

ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

W. J. Sidis

Μετάφραση: Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIX

ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΩΝ

 

        177. Αμερικανική Ουδετερότητα.  Στον γενικευμένο ευρωπαϊκό πόλεμο που προήλθε από την Γαλλική Επανάσταση, η διατήρηση της αμερικανικής ουδετερότητας υπήρξε τουλάχιστον ένα δύσκολο πρόβλημα. Αν οι Δημοκράτες-Ρεπουμπλικανοί, η αντιπολίτευση στην νέα κυβέρνηση της Αμερικής, ήσαν σφόδρα γαλλόφιλοι, επειδή ακολουθούσαν την Γαλλική Επανάσταση κάπως περισσότερο απ' όσο έπρεπε για το καλό του κινήματός τους, ήταν εξ ίσου αλήθεια ότι οι Ομοσπονδιακοί, περιλαμβανομένου του αρχηγού τους Γεωργίου Ουάσινγκτων, ήσαν άλλο τόσο αγγλόφιλοι. Ο Ουάσινγκτων "αγαπούσε τον βασιλέα του" ακόμα, για να μεταχειρισθούμε την έκφραση που ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει προς τους άνδρες του λεπτού της Νέας Αγγλίας το 1775. Φυσικά, η όποια αντίθεση προς την Γαλλική Επανάσταση είχε την συμπάθεια των συνωμοτών Κινγκινάτων και των οπαδών τους. Το να μιλάς για τα "δικαιώματα των ανθρώπων," ή να αναφέρεσαι στο προοίμιο της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας ήταν, διαρκούσης της διοικήσεως Ουάσινγκτων, δείγμα ότι ήσουν εχθρός της κοινωνίας, και η άρχουσα ομάδα συνήθιζε να κρεμά στα άτομα αυτά την ταμπέλλα του "Ιακωβίνου." Κυκλοφορείτο η ιδέα πως "ελευθερία" σήμαινε στην πραγματικότητα εθνική ανεξαρτησία, αλλά πως οι αρχές της Διακηρύξεως της Ανεξαρτησίας ήσαν έργο ενός ανεύθυνου όχλου. Εν τούτοις, κρίθηκε βασική η χρησιμοποίηση της εκφράσεως "ελευθερία" προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του αμερικανικού κοινού, και, στην προεκλογική εκστρατεία του 1796, που κατέληξε στην παραίτηση του Ουάσινγκτων, οι Ομοσπονδιακοί την χρησιμοποίησαν κατά κόρον. "Ανταμς και Ελευθερία." Πατριωτικά τραγούδια που υμνούσαν τις αρετές της στρατιωτικής υπακοής, και συνιστούσαν την επανάπαυση στις δάφνες του Πολέμου της Ανεξαρτησίας κυκλοφορούντο ευρέως, ως αντίπραξη στην δημοτικότητα της 'Μασσαλιώτιδος" μεταξύ των οπαδών του κόμματος της αντιπολιτεύσεως. Τραγούδια όπως το "Ζήτω η Κολούμπια" και "Κολούμπια το Πετράδι του Ωκεανού" είναι δείγματα του είδους των τότε συνθέσεων, ενώ ένα άλλο, λογότερο γνωστό τώρα, αλλά σε ευρύτατη τότε χρήση ως προπαγανδιστικό τραγούδι, είχε τον τίτλο "Ανταμς κι Ελευθερία," και τραγουδιόταν στον σκοπό ενός δημοφιλούς κρασοτράγουδου ("ο Ανακρέων στον Ουρανό").

"Σεις τέκνα της Κολούμπια, γενναίοι πολεμιστές
Για τα πατρώα δίκαια, που οι παληοί σας δώσαν,
Της αντρειωσύνης τ' αγαθά ας γεύεστε για πάντα,
Κι οι γιοί σας ας θερίζουνε την πατρική τους γη.
Στης ειρήνης το βασίλειο,
Ο λαός σας να ευτυχεί,
Με την δόξα μίας Ρώμης, την σοφία μιας Ελλάδας,
Και ποτέ μη σκλαβωθούνε της Κολούμπια τα παιδιά,
Οσο η γη λουλούδια φέρνει, κι όσο η θάλασσα κυλά."

        Εκείνο που είχε να κάνει ιδιαίτερα με την αμερικανική ουδετερότητα, ήταν το ζήτημα της έρευνας των αμερικανικών πλοίων από τα εμπόλεμα έθνη. Και οι δύο πλευρές κρατούσαν και ερευνούσαν τα ουδέτερα πλοία στον Ατλαντικό, για τυχόν αγαθά προοριζόμενα για τους αντίστοιχους εχθρούς των. Επί πλέον, τα γαλλικά πολεμικά πλοία συνήθιζαν να απαιτούν "νηολογικά έγγραφα," στα οποία να δηλωνόταν το όνομα και η εθνικότητα των μελών του πληρώματος, και, ελλείψει αυτών (που δεν απαιτούντο από την αμερικανική κυβέρνηση) αντιμετωπίζονταν ως πειρατικά πλοία, και συλλαμβάνονταν. Ομοίως το βρεττανικό ναυτικό είχε υιοθετήσει την τακτική να επιτάσσουν τους ναύτες από τα αμερικανικά πλοία με τον ισχυρισμό ότι δήθεν ήσαν λιποτάκτες βρεττανικών πλοίων, ή ότι ήσαν βρεττανοί υπήκοοι, και άρα στρατεύσιμοι στο βρεττανικό ναυτικό. Μεταξύ των δύο εμπολέμων μερών, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να βρουν αιτίες να κυρήξουν τον πόλεμο κατά των μεν ή των δε, ο Ουάσινγκτων όμως προτίμησε να εξαγοράσει την θέση του όπως και πριν, και να παραμείνει ουδέτερος. Και σε αυτό ακριβώς αναφερόταν στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, αποσυρόμενος από την Προεδρία, όταν συνεβούλευε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αποφύγουν να εμπλακούν σε συμμαχίες. Ο ίδιος ο Ουάσινγκτων ήταν ισχυρά φιλοβρεττανός, έφθασε μάλιστα να διακόψει διπλωματικές σχέσεις με την Γαλλία, προσπάθησε όμως όντως να διατηρήσει κάποια ουδετερότητα. Από την άλλη πλευρά, όταν έγινε Πρόεδρος ο Ανταμς, πήρε αμέσως μια ιδιαίτερα πολεμική στάση. Αυτό, φυσικά, διευκολύνθηκε από την στάση των γάλλων επαναστατών, που προσπαθούσαν να προπαγανδίσουν στην Αμερική από τα έξω. Ο Ανταμς επιχείρησε πράγματι να ξανασυνάψει διπλωματικές σχέσεις με την Γαλλία στέλνοντας ένα διπλωματικό απεσταλμένο εκεί, τον οποίο η Γαλλική Δημοκρατία αρνήθηκε να αναγνωρίσει, ο οποίος όμως προσεγγίσθηκε από ανεπίσημους εκπροσώπους της γαλλικής κυβερνήσεως, με την πρόταση πως η αναγνώριση θα μπορούσε να επιτευχθεί, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήθελαν να παραχωρήσουν ένα δάνειο προς την Γαλλική Δημοκρατία.

        Αν και αληθεύει πως η Μεγάλη Βρεττανία δεν αναγνώρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο απ' όσο η Γαλλία, το καθεστώς των Ομοσπονδιακών αναζητούσε ευκαιρία να τα χαλάσει με την Γαλλική Επανάσταση, ιδίως αφ' ότου η αντιπολίτευση χρησιμοποιούσε την Γαλλική Επανάσταση ως πρότυπο. Η γαλλική απόρριψη του απεσταλμένου του Ανταμς εξελήφθη λοιπόν ως προσβολή της τιμής της Αμερικής, και, ενώ το Κονγκρέσσο δεν ήθελε να εκδώσει μια πραγματική κήρυξη πολέμου κατά της Γαλλίας, ο Πρόεδρος προέβη στην έναρξη εχθροπραξιών χωρίς να συμβουλευθεί το Κονγκρέσσο. Ως αποτέλεσμα, κατά την διάρκεια της διοικήσεως του Ανταμς, μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Γαλλίας υπήρξε μια "ντε φάκτο" εμπόλεμη κατάσταση, κατά την οποία έλαβαν χώρα πολλές ναυμαχίες, καίτοι δεν υπήρχε επίσημη κήρυξη πολέμου από καμμία πλευρά.

        178. Νόμοι περί Στάσεως.  Η κύρια δραστηριότης της κυβερνήσεως των Ομοσπονδιακών, εν τούτοις, εν σχέσει προς τον ανεπίσημο αυτόν πόλεμο με την Γαλλία, ήταν η χρησιμοποίηση αυτών των μάλλον επιπόλαιων εχθροπραξιών ως προσχήματος για την αμείλικτη καταστολή κάθε πολιτικής αντιθέσεως στο εσωτερικό, και την δημιουργία μιας πολεμικής υστερίας που θα διατηρούσε το νέο καθεστώς στην εξουσία επ' αόριστον. Ο ομοσπονδιακός όχλος, σε διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών, άρχισε να απειλεί τους αλλοδαπούς εν γένει, και τους γάλλους ιδιαίτερα, ενώ η κυβέρνηση των ομοσπονδιακών ψήφιζε μια σειρά νόμων, που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις προσαρτημένες στο Σύνταγμα ως "Χάρτα των Δικαιωμάτων" τροπολογίες, τις οποίες, όπως είδαμε, οι Κινγκινάτοι και οι οπαδοί τους δεν είχαν πρόθεση να σεβασθούν.

        Εν πρώτοις, η πολιτογράφηση των αλλοδαπών δυσχεράνθηκε με την επιβολή της προϋποθέσεως παραμονής δεκατεσσάρων ετών. Κατόπιν, για να εμποδίσουν τους αλλοδαπούς για τους οποίους οι επίσημοι δεν ενέκριναν την απόκτηση αυτής της προϋποθέσεως, ψηφίσθηκε ένας "Νόμος περί Αλλοδαπών," που εξουσιοδοτούσε τον Πρόεδρο να δίνει εικοσιτετράωρη προειδοποίηση εγκαταλείψεως των Ηνωμένων Πολιτειών, έτσι που η απέλαση των αλλοδαπών κατήντησε μια συνοπτική διαδικασία, χωρίς να χρειάζεται να προσδιορίζονται οι λόγοι γι' αυτήν.

        Η εξουσία κατάφερνε έτσι βαθμιαία να περιορίσει περισσότερο την έκφραση γνώμης στην Αμερική, αλλά ο Νόμος περί Αλλοδαπών άρχιζε να καταγγέλλεται σε πολλές αρχές ως παραβίαση της Χάρτας των Δικαιωμάτων, και επομένως εκτός των ορίων εξουσίας των Ομοσπονδιακών. Σε αυτή την άποψη ο Πρόεδρος Ανταμς απήντησε με την ψήφιση μέσω του Κονγκρέσσου του ενός "Νόμου περί Στάσεως," ο οποίος επέβαλλε βαριά πρόστιμα και ποινές φυλακίσεως σε όποιον ασκούσε καθ' οιονδήποτε τρόπο κριτική στον Πρόεδρο ή το Κονγκρέσσο, προφορικά, γραπτά, ή δια του τύπου. Οι ενέργειες της κυβερνήσεως που ακολούθησαν αμέσως μετά δείχνουν πως ο νόμος αυτός είχε πρόθεση την πλήρη καταστολή κάθε αντιπολιτεύσεως. Ο νόμος αυτός ψηφίσθηκε στο Κονγκρέσσο την επέτειο της Γαλλικής Επαναστάσεως, Σάββατο, 14 Ιουλίου 1798.

        Οι εκδότες αντιπολιτευτικών εφημερίδων εντοπίσθησαν και καταδικάσθησαν στα γρήγορα σε βαρειές ποινές φυλακίσεως, για διάφορες παρατηρήσεις που ερμηνεύθησαν ως επικριτικές της διοικήσεως, ενώ οι αρχές βάλθηκαν να συλλαμβάνουν όποιον θεωρείτο ύποπτος για αντίθεση προς το Ομοσπονδιακό κόμμα, με την οποιαδήποτε πρόχειρη κατηγορία. Οποιος κατηγορούμενος, πάλι, έβρισκαν πως πίστευε στην δημοκρατία, καταδικαζόταν ευθύς με όποια κατηγορία του είχαν τυχόν προσάψει. Οι υποθέσεις εκδικάζονταν γενικά σε Ομοσπονδιακά αντί Πολιτειακών δικαστήρια, ενώ επισημάνθηκε τότε πως οι κατηγορίες αφορούσαν παρατηρήσεις κατά του Προέδρου. Τα εντάλματα ήσαν ένορκα και εκτελούντο από κάποιον αστυνομικό διορισμένο από τον Πρόεδρο, εκδικάζοντο ενώπιον δικαστή διορισμένου από τον Πρόεδρο, και, στα περισσότερα Ομοσπονδιακά δικαστήρια, οι ένορκοι επιλέγοντο αυθαιρέτως από τον αστυνομικό, ενώ όποιος δεν υιοθετούσε πλήρως τον Νόμο περί Στάσεως αυτομάτως εθεωρείτο ακατάλληλος να υπηρετήσει ως ένορκος. Ακόμη και η αντίθεση στον Νόμο περί Στάσεως, ή η τοποθέτηση υπέρ της ανακλήσεώς του, θεωρήθηκε από ορισμένα Ομοσπονδιακά δικαστήρια κολάσιμη βάσει του ίδιου αυτού Νόμου.

        Η λαϊκή αντίσταση στον Νότο πήρε διαφορετική μορφή από τις διαδηλώσεις του Βορρά, ήταν όμως παρούσα και στις δύο περιοχές. Στον Νότο, ετίθετο μάλλον ζήτημα καταχρήσεως της Πολιτειακής εξουσίας, ενώ στον Βορρά ήταν περισσότερο θέμα ατομικών δικαιωμάτων. Το Νομοθετικό σώμα της Βιρτζίνιας ψήφισε αποφάσεις που κήρυσσαν τους Νόμους περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως αντισυνταγματικούς, και υπερβαίνοντες την εξουσία που είχαν παραχωρήσει οι Πολιτείες στην Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και πρότεινε, με τρόπο ασαφή και αστήρικτο, να ενωθούν οι Πολιτείες προκειμένου να αποφασίσουν μια νέα συνταγματική σύνοδο για να διορθώσουν την κατάσταση. Το Νομοθετικό σώμα του Κεντάκυ ακολούθησε, και, καθώς υποτίθετο πως οι αποφάσεις της Βιρτζίνιας είχαν προταθεί από τον Αντιπρόεδρο Θωμά Τζέφφερσον, πρότεινε στον ίδιο να συντάξει ένα σχέδιο αποφάσεων εκ μέρους των. Στις αποφάσεις του Κεντάκυ, δηλωνόταν όχι μόνο πως οι περί ών ο λόγος νόμοι ήσαν αντισυνταγματικοί, παρά επίσης πως η λύση ήταν η ακύρωση δια της πλήρους ασκήσεως της Πολιτειακής εξουσίας, η οποία θα όφειλε να ασκηθεί προκειμένου να προστατευθούν οι παραβάτες των νόμων αυτών. Και οι αποφάσεις του Κεντάκυ υπαινίσσοντο περαιτέρω ότι, εάν κανένα άλλο μέτρο δεν έπιανε, ως η έσχατη λύση θα εξετάζετο η αποχώρηση από τη Ενωση.

        Οι νομοθετικές αποφάσεις της Βιρτζίνιας και του Κεντάκυ εστάλησαν στα νομοθετικά σώματα των άλλων Πολιτειών, χωρίς όμως να βρουν θετική ανταπόκριση. Στον Βορρά, οι Πολιτιεακές κυβερνήσεις ζούσαν ακόμη με έντονο τον φόβο της Εξεγέρσεως Σαίης, ιδίως στην Μασσαχουσέττη, όπου, ακόμη και στα 1798, οι αρχές της Κοινοπολιτείας θυμόντουσαν πάντοτε πολύ ζωηρά τον χειμώνα του 1786, όταν το κοινοπολιτειακό καθεστώς μόλις κατάφερε να γλυτώσει την εξολόθρευση από αυτόν τον χωρίς προηγούμενο λαϊκό ξεσηκωμό. Ακόμη και στις Καρολίνες, που κανονικά ήσαν κάπως φιλικές προς την Βιρτζίνια, κυριάρχησαν οι ίδιες σκέψεις στα νομοθετικά σώματα, καθώς ένα κίνημα συμπαθείας προς την Εξέγερση Σαίης είχε επικρατήσει εκεί στα 1786 και 1787. Τα νομοθετικά σώματα του Βορρά, και δη εκείνο της Μασσαχουσέττης, απήντησαν λοιπόν αρνητικά, και απερίφραστα, στις Αποφάσεις του 1798 της Βιρτζίνιας και του Κεντάκυ - επειδή το πνεύμα της δημοκρατίας ήταν ακόμη ισχυρό στις λαϊκές τάξεις, και οι Πολιτειακές κυβερνήσεις φοβούνταν τον λαό.

        Αν και οι διοικήσεις στις Βόρειες Πολιτείες υποστήριζαν σταθερά την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση στο ζήτημα του Νόμου περί Στάσεως, η πραγματική αντίσταση προήλθε ακριβώς από εκεί. Στην Βιρτζίνια και το Κεντάκυ δεν υπήρξε παρά μια αντιπαράθεση μεταξύ αρχών -Πολιτειακών έναντι Ομοσπονδιακών- στην οποία ο λαός ουσιαστικά έμεινε αμέτοχος. Αλλά στον Βορρά η όλη αντίσταση ερχόταν από τον λαό, που ερχόταν αντιμέτωπος τόσο με την Πολιτειακή όσο και με την Ομοσπονδιακή αντίθεση.

        Με τον τρόπο αυτό αναδύθηκε στον Βορρά μια πολιτική αντίσταση, μια παθητική αντίσταση ατόμων τα οποία αψηφούσαν τους νόμους που έκριναν αντισυνταγματικούς ως παραβιάζοντες τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και της ελευθεροτυπίας. Στο Βέρμοντ ένας εκδότης φυλακίσθηκε επειδή δήλωσε ότι μπορούσε να υποστηρίζει ένα στέλεχος της εκτελεστικής εξουσίας που τηρούσε τα συνταγματικά δικαιώματα, αλλά όχι και κάποιον που δεν τα σεβόταν. Σχεδόν αμέσως μετά από αυτό, μια αναβίωση των παληών "στύλων ελευθερίας" εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Νέα Αγγλία, ξεκινώντας από την νοτιοδυτική γωνιά του Βέρμοντ και τον τομέα μεταξύ Βοστώνης και Πρόβιντενς. Οι στύλοι της ελευθερίας εν προκειμένω ήσαν στύλοι μπηγμένοι στο έδαφος, ντυμένοι με κόκκινο, ή κόκκινο, άσπρο και μπλε, και έφεραν πλακάτ με ανώνυμες καταγγελίες των Νόμων περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως. Υπήρχε μια οργάνωση πίσω από αυτά, που αυτοτιτλοφορείτο οι "Ανδρες του '75" και ισχυριζόταν πως ξαναζωντάνευε την παληά ιδέα της πολιτικής ανυπακοής, τα μέλη όμως της οποίας δεν έγιναν ποτέ επακριβώς γνωστά στο ευρύ κοινό. Από πού ξεκίνησε η αρχική ιδέα για την παθητική αντίσταση και τους στύλους της ελευθερίας, και ποιός ήταν ο εμπνευστής της, δεν έγινε ποτέ γνωστό, και φαίνεται πως κατέληξε σε ένα από εκείνα τα επαναστατικά κινήματα χωρίς ηγέτες που υπήρξαν τόσο συνηθισμένα στην ιστορία της Νέας Αγγλίας. Η εξέγερση είχε επικεντρωθεί γύρω από ένα ορισμένο τομέα του νοτιοδυτικού Βέρμοντ, περιλαμβάνοντας το Μπέννινγκτον και το Γουώλλινγκφορντ. Και ίσως είναι απλή σύμπτωση ότι, στο κέντρο της ίδιας περιοχής, βρισκόταν η πόλη του Αρλινγκτον, η οποία απαριθμούσε μεταξύ των πολιτών της τον Δανιήλ Σαίης, που τόσο είχε διακριθεί στις επαναστατικές δραστηριότητες της Μασσαχουσέττης το 1786.

        Στην Μασσαχουσέττη η δραστηριότητα αυτή επικεντρωνόταν περί το Ντέντχαμ και το Ουόλπολ, από τα οποία μπόρεσε να εξαπλωθεί στην Βοστώνη και την Πρόβιντενς, ενώ ο δρόμος μεταξύ Βοστώνης και Πρόβιντενς ήταν σχεδόν πηγμένος στους στύλους ελευθερίας. Μια παρόμοια δραστηριότητα κυριαρχούσε περί το Χάρτφορντ. Οι Ομοσπονδιακοί βάλθηκαν να οργανώνουν εταιρίες με ειδικό σκοπό την κατεδάφιση των στύλων ελευθερίας, ενώ στό Ντέντχαμ η κατάληξη ήταν το ξέσπασμα μιας καθολικής μάχης με συμμετοχή όλου του πληθυσμού.

        Ο Θωμάς Ανταμς, εκδότης των Ανεξάρτητων Χρονικών της Βοστώνης, και μακρινός συγγενής του Προέδρου, έγραψε ένα κύριο άθρο σχετικά με αυτό το συμβάν, δηλώνοντας ότι, πριν από καμμιά εικοσαριά χρόνια, οι στύλοι ελευθερίας που κατήγγειλλαν την διοικητική αυθαιρεσία ενθαρρύνονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως εκδήλωση πατριωτισμού, ότι ήταν αληθές πως στα '75 οι βρεττανοί κατεδάφισαν αυτούς τους στύλους, πράγμα που ήταν χαρακτηριστικό της τυραννίας των, ότι στα '98 η αμερικάνικη Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση έκανε ακριβώς το ίδιο, χωρίς όμως να είναι τυραννική, επειδή ο Νόμος περί Στάσεως απαγόρευε να την αποκαλούν έτσι. Για το άρθρο αυτό, ο Θωμάς Ανταμς εισέπραξε μια σοβαρή ποινή φυλακίσεως. Ενας από τους άνδρες του Ντέντχαμ που είχαν διακριθεί στην ύψωση των στύλων ελευθερίας εκεί, η οποία προκάλεσε τόσες ταραχές, συνελήφθη στο Αντόβερ, και μεταφέρθηκε για να δικασθεί στην Βοστώνη, όπου και καταδικάσθηκε σε φυλάκιση, πολλώ μάλλον που όπως αποδείχθηκε ήταν άπορος και δεν μπορούσε να πληρώσει πρόστιμο. Ο άνθρωπος αυτός αποδείχθηκε πως ήταν ένας από τους αυθεντικούς άνδρες του λεπτού του 1775.

        Τότε οι Ομοσπονδιακοί βάλθηκαν να βρούνε κάποιο "σχέδιο" για να εντοπίσουν τους αντιπάλους της κυβερνήσεως μέσα στα νομοθετικά σώματα, και επιχείρησαν να συλλάβουν πρωτεργάτες της αντιπολιτεύσεως για συνωμοσία προς καταστρατήγηση του Νόμου περί Στάσεως. Την εποχή εκείνη, αν και όλες οι κυβερνήσεις των Βορείων Πολιτειών υποστήριζαν σταθερά τον Νόμο περί Στάσεως, σημεία αντιστάσεως υπήρχαν ακόμη και μέσα σε αυτούς τους κύκλους. Στο Βέρμοντ, κάποιοι δικαστές κατηγορήθησαν και αποβλήθησαν από το αξίωμά τους επειδή αρνήθησαν να επιβάλουν τον νόμο περί Στάσεως.

        Στην Πεννσυλβανία, όπου ήταν τότε η έδρα της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως, δεν έλειψαν οι επικρίσεις εις βάρος της διοικήσεως μέσω τού τύπου -επικρίσεις που φαίνεται να προκλήθησαν σε μεγάλη έκταση από τους Νόμους περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως- και η τετραετής καταδίκη που επιβλήθηκε σε ένα εκδότη της Φιλαδέλφειας δημιούργησε την αίσθηση σε ολόκληρη την Πεννσυλβανία, όπως και στις υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες, πως αυτός υπήρξε ένας μάρτυρας υπέρ του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου. Εξ αιτίας της φήμης ότι στο Ηστον οργάνωναν αντίσταση, εστάλησαν εκεί ομοσπονδιακά στρατεύματα για να επιβάλουν τον Νόμο περί Στάσεως, τους περίμενε όμως εκεί κάτι διαφορετικό από τα λόγια και το μελάνι του τύπου. Στο Ηστον τους υποδέχθηκε μια ομάδα οργισμένων γυναικών, που τους έρριχναν ζεματιστό νερό κατά πρόσωπο. Μερικές από αυτές τις γυναίκες συνελήφθησαν, συνολικά όμως τα Ομοσπονδιακά στρατεύματα υπέστησαν μιαν επαίσχυντη πανωλεθρία, και αποσύρθησαν από την Κομητεία Νορθχάμπρον, όπου βρίσκεται το Ηστον. Οι παθητικοί αντιστασιακοί στο Ντέντχαμ της Μασσαχουσέττης, ακούοντας τα νέα από την Πεννσυλβανία, μεγαλοποίησαν την ιστορία και την διέδοσαν σε ολόκληρη την Νέα Αγγλία ως μια νέα "εξέγερση του Νορθχάμπτον" -επωφελούμενοι του ονόματος της κομητείας αυτής της Πεννσυλβανίας για να φέρουν στην μνήμη εκείνον τον χωρίς προηγούμενο ξεσηκωμό του 1796, που πυροδότησε την Εξέγερση Σαίης στο Νορθχάμπτον της Μασσαχουσέττης.

        Στο Ντέντχαμ της Μασσαχουσέττης, ένα από τα ενεργή κέντρα της αντιστάσεως κατά του Νόμου περί Στάσεως, ανακαλύφθηκε ξαφνικά την στιγμή εκείνη, κρυμμένο στον σωρό των καυσόξυλων κάποιου που είχε πεθάνει πρόφατα, ένα παληό βιβλίο, που μιλούσε για μια δίκη στην Νέα Υόρκη το 1735, που είχε να κάνει με ένα παληό βρεττανικό νόμο περί στάσεως, και αναδείκνυε το ζήτημα της ελευθεροτυπίας. Αμέσως συγκεντρώθησαν συνδρομές, και το βιβλίο ανατυπώθηκε και κυκλοφορήθηκε ευρέως εν είδει προπαγανδιστικού υλικού κατά του Νόμου περί Στάσεως του 1798. Οι "Ανδρες του '75" δεν μπορούσαν να πουν επ' ευθείας την ιστορία τους στο κοινό, όμως η αντίθεση στους Νόμους περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως (τους "Νόμους περί Φιμώσεως" όπως τους έλεγαν), όλο και αύξαινε, μεταξύ των απλών ανθρώπων του Βορρά, όσο και μεταξύ των πολιτικών του Νότου. Οπως δήλωσε ένας από τους αντιπολιτευόμενους τότε, εάν το Κονγκρέσσο προσπαθούσε να αποφασίσει πώς θα μπορούσε να γίνει περισσότερο μισητό, δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα απ' ότι όταν ψήφισε τον Νόμο περί Στάσεως.

        179. Η Ανιπαράθεση με την Τζώρτζια.  Είδαμε πως η περιοχή Γιαζού, αμφισβητούμενη επί μακρόν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ισπανίας, διεκδικείτο από την Πρώτη Δημοκρατία ως τμήμα της Τζώρτζιας, ενώ από την Δεύτερη Δημοκρατία ως τμήμα της Δυτικής Φλόριδας παραχωρημένο ειδικώς από την Αγγλία, και άρα Ομοσπονδιακή επικράτεια, την οποία ο Γεώργιος Ουάσινγκτων ονόμαζε Επικράτεια του Μισσισσιππή. Η Τζώρτζια, έχοντας διεκδικήσει το έδαφος αυτό, ενεπλάκη ως εκ τούτου στην σύγκρουση με την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση, την οποία η Πολιτεία εκείνη έδειχνε προς άλλες κατευθύνσεις.

        Ενα από τα θέματα της δικαιοδοσίας του Ομοσπονδιακού δικαστηρίου, κατά το Σύνταγμα της Δεύτερης Δημοκρατίας, είναι οι αντιδικίες "μεταξύ μιας Πολιτείας και πολιτών μιας άλλης Πολιτείας." Υπό την διάταξη αυτή, ουκ ολίγες υποθέσεις είχαν τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών κατά Πολιτειακών κυβερνήσεων, ενώ δεν υπήρξε καμμία αμφισβήτηση ως προς την Ομοσπονδιακή δικαιοδοσία. Οταν, όμως, ήλθε μια υπόθεση κατά της Τζώρτζιας το 1792, δεν έγινε καμμία παράσταση αντιπροσώπων της Πολιτείας αυτής, η οποία απλώς αψήφισε κάθε προσπάθεια επιβολής της Ομοσπονδιακής δικαιοδοσίας, ακόμη και μετά την άμεση ερήμην καταδίκη της. Η Τζώρτζια νομιμοποιούσε εαυτήν ωε επικράτεια έναντι της Ομοσπονδιακής κυβερνήσεως, και η Πολιτειακή διοίκηση δεν είχε σκοπό να δεχθεί πως θα μπορούσε να δεσμεύεται από την Ομοσπονδιακή δικαιοσύνη επί οιουδήποτε ζητήματος. Η εν λόγω υπόθεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορούσε ένα ιδιωτικό συμβόλαιο, αλλά η Τζώρτζια έθεσε εν προκειμένω ζήτημα Ομοσπονδιακής δικαιοδοσίας, το οποίο το Ανώτατο δικαστήριο έλυσε εις βάρος της Τζώρτζιας. Επί κυβερνήσεως Ουάσινγκτων, υπήρχε σαφής πρόθεση πλήρους υπαγωγής όλων των Πολιτειακών κυβερνήσεων στην Ομοσπονδιακή, και τούτο ήταν ένα από τα μέσα που είχε προσχεδιάσει η συνωμοσία των Κινγκινάτων. Οι αντιπρόσωποι της Τζώρτζιας στο Κονγκρέσσο πρότειναν μια συνταγματική τροπολογία επ' αυτού, κατά την οποία: "Η δικαιοδοτική εξουσία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα ερμηνεύεται ως εκτεινόμενη μέχρι καλύψεως οιουδήποτε νομικού ή δικαστικού ζητήματος, αφορώντος κατηγορία ή δίωξη εις βάρος μιας από τις Ηνωμένες Πολιτείες εκ μέρους πολιτών άλλης Πολιτείας, ή πολιτών ή υπηκόων οιουδήποτε ξένου Κράτους."

        Αυτή η πρόταση τροπολογίας πέρασε από το Κονγκρέσσο το 1794, και υποβλήθηκε στα Πολιτειακά Νομοθετικά σώματα, τα περισσότερα από τα οποία την είδαν ευνοϊκά, επειδή παρείχε στις Πολιτειακές κυβερνήσεις μια κάποια ανεξαρτησία, την οποία είχαν στερηθεί. Ομως η ψήφιση στο Κονγκρέσσο στάθηκε δύσκολη, και συνδέθηκε ευρέως με την εδαφική διεκδίκηση του Γιαζού. Τελικά συνομολογήθηκε, αν και δεν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία, να κατοχυρώσει η Τζώρτζια την συνταγματική τροπολογία με αντάλλαγμα την παράδοση των εδαφικών διεκδικήσεών της πέρα από τα όρη στην Ομοσπονδιακή δικαιοδοσία. Η ανταλλαγή συντελέσθηκε το 1789, λίγο προ του Νόμου περί Στάσεως, και η Τζώρτζια έλαβε ως μερική αποζημίωση ένα κομμάτι της Ομοσπονδιακής λωρίδας που είχε απομείνει ακόμη από την Νοτιοδυτική Επικράτεια, όντας όμως στην πραγματικότητα κτήση των Τσερόκων. Ηταν μέρος της λωρίδας που είχε αρχικά παραχωρηθεί στην Πρώτη Δημοκρατία από μέρους της Νότιας Καρολίνας, και κανονικά θα έπρεπε να είχε επιστραφεί στην Νότια Καρολίνα, εφ' όσον η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση είχε τελειώσει με αυτήν. Ομως η Δεύτερη Δημοκρατία προτίμησε να την παζαρεύει στην Τζώρτζια, παρέχοντάς της έτσι μερικές από τις αρχικές εδαφικές διεκδικήσεις της Νότιας Καρολίνας.

        Η υπόλοιπη λωρίδα των Τσερόκων, μαζύ με εδαφικές διεκδικήσεις από τις οποίες παραιτήθηκε η Τζώρτζια εις αντάλλαγμα για την τελική ψήφιση της Ενδεκάτης Τροπολογίας, εντάχθηκε τελικά στην γνωστή τότε ως Επικράτεια Μισσισσιππή, όνομα που είχε ήδη δοθεί ανεπίσημα από την διοίκηση στην επίμαχο περιοχή Γιαζού. Το απώτατο τμήμα του εδάφους αυτού συνόρευε με τον Ποταμό Μισσισσιππή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος, ιδίως η περισσότερο προσπελάσιμη ανατολική μερίδα, είχε την μόνη εφικτή του διέξοδο στα λιμάνια της Φλόριδας, όπως το Μπιλόξι, η Μομπάιλ και η Πενσακόλα, ενώ η προσπάθεια οργανώσεως και εποικισμού της περιοχής αυτής μοιραίως θα επέφερε περαιτέρω διαφωνίες με την Ισπανία για την χρησιμοποίηση των λιμένων της Φλόριδας, όπως ακριβώς και οι φασαρίες για την Νέα Ορλεάνη, που διαρκούσαν χρόνια.

        Αυτή η συνταγματική τροπολογία υπήρξε ορισμένως οπισθοδρόμηση για την αρχή της Ομοσπονδοποιήσεως, και ίσως να είχε κάποια σχέση με την προσπάθεια των Ομοσπονδιακών την ίδια χρονιά να ενισχύσουν την εξουσία τους δια των Νόμων περί Στάσεως και περί Αλλοδαπών. Εν τούτοις, κατέληξε απλώς σε μια περαιτέρω υποχώρηση της δυνάμεως των Ομοσπονδιακών.

        180. Τέλος της Περιόδου των Ομοσπονδιακών.  Είδαμε πως η ψήφιση των Νόμων περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως του 1798 προκάλεσαν μια κατάσταση πραγμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες που κατέληξε στην αντιπαράθεση μεταξύ Πολιτειακών και Ομοσπονδιακών αρχών στον Νότο, και σε σχεδόν ένοπλη αντίσταση προς τις αρχές στον Βορρά, και δη στην Νέα Αγγλία. Αρκετά άλλα περιστατικά, σε συνδυασμό με αυτή την αντίσταση, οδήγησαν στην εξασθένιση της ισχύος του Ομοσπονδιακού κόμματος, με αποτέλεσμα την απαλλαγή από το κόμμα αυτό, όχι όμως και από την μορφή διακυβερνήσεως που είχε επιβάλει η συνωμοσία των Κινγκινάτων.

        Λίγο μετά την ψήφιση των νόμων περί Στάσεως στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέβη αυτό που οι αντίπαλοι της κυβερνήσεως εξέλαβαν ως ένα ισχυρό πλήγμα για την υπόθεσή τους, όταν η Γαλλική Δημοκρατία κατέρρευσε με την κατάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο οποίος είχε θεωρηθεί ως μέγας επαναστατικός ηγέτης. Η Δημοκρατία διατηρείτο ακόμη, αλλά μόνον κατ' όνομα, με τον Βοναπάρτη ως "Διευθυντή" με απόλυτο έλεγχο. Αυτό άφησε τους Δημοκρατικούς-Ρεπουμπλικάνους στις Ηνωμένες Πολιτείες άναυδους. Στην Γαλλία, ένα μεγάλο τμήμα των Δημοκρατικών έγιναν ενθουσιώδεις υποστηρικτές του Βοναπάρτη, αφού αυτός υπήρξε μέλος της αρχικής τους επαναστάσεως, η τάση αυτή όμως, αν και παρουσιάσθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρξε πολύ λιγότερο συχνή στην Αμερική. Οι Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι είχαν στηριχθεί κατά πάντα στο παράδειγμα της Γαλλίας για την παγίωση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και αυτό τώρα κατέρρεε μπροστά στα μάτια τους - έπρεπε λοιπόν είτε να αποκυρήξουν το γαλλικό παράδειγμα είτε να δικαιώσουν την δικτατορία. Η πλειοψηφία αρκέσθηκε απλώς να συνεχίσει με την αντίθεσή της προς τους Νόμους περί Αλλοδαπών και περί Στάσεως χωρίς γαλλική προτίμηση, και, κάνοντας έτσι, ξεφορτώθηκε το χειρότερο φόβητρο που εμπόδιζε την παράταξη να κερδίσει μεγαλύτερη υποστήριξη στην Αμερική. Στην Νέα Αγγλία ιδιαίτερα, όπου ο λαός είχε μονάχα τον φόβο της γκιλλοτίνας και της Τρομοκρατίας, η στροφή στα παραδείγματα των εξεγέρσεων της Νέας Αγγλίας του 1775 και του 1786 επέφερε μια ευνοϊκή, αντί δυσμενούς, αντίδραση μεταξύ των λαϊκών μαζών. Οσο η αντίθεση στην διοίκηση σήμαινε υποστήριξη της τρομοκρατίας και της δικτατορίας, δεν μπορούσε να πάρει και πολύ απάνω της. Απαλλαγμένη, όμως, από αυτά τα δεσμά, και συνδεόμενη με τις αρχές της Αμερικανικής Επαναστάσεως, και μάλιστα της Διακυρήξεως της Ανεξαρτησίας, καμμία κυβερνητική εκπροσώπηση δεν ήταν σε θέση να την σταματήσει. Ετσι, η κατάρρευση της Γαλλικής δημοκρατίας απέβη καταλυτική για την εξουσία των Ομοσπονδιακών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

        Αλλο ένα γεγονός που σημάδεψε το 1798 ήταν η Ιρλανδέζικη Επανάσταση, η οποία αναπτύχθηκε εν πολλοίς πάνω στην βάση της προβολής ως παραδειγμάτων διεξαγωγής επαναστάσεως την Αμερική και την Γαλλία -ιδίως μάλιστα την Αμερική, όπου η επανάσταση στρεφόταν κατά της Μεγάλης Βρεττανίας, της ίδιας δυνάμεως που είχαν απέναντί τους και οι ιρλανδοί επαναστάτες. Αυτό ανατνακλάτο τόσο έντονα στην ιρλανδική επαναστατική προπαγάνδα του 1798, ώστε στην Ιρλανδία επικράτησε εν πολλοίς η ιδέα πως η νικηφόρα έκβαση της επαναστάσεώς τους δεν είχε και τόση σημασία, όση είχε η μετάβασή τους στην Αμερική, σε περίπτωση ήττας. Οι περισσότερες επαναστατικές ελπίδες στην Ιρλανδία επικεντρώνονταν στην προοπτική της ναυτικής βοήθειας από την Αμερική και την Γαλλία. Εν όψει του γεγονότος ότι η Γαλλία περνούσε τότε σιγά σιγά στον έλεγχο ενός δικτάτορα, και η Αμερική αντιμετώπιζε τα προβλήματα του Νόμου περί Στάσεως απέναντι σε μια φιλο-βρεττανική κυβέρνηση, καμμία από τις δύο αυτές χώρες δεν έστειλε βοήθεια στην Ιρλανδία, όπως περίμεναν οι επαναστάτες, με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση της επαναστάσεως εκεί, της οποίας οι ελπίδες είχαν εναποτεθεί περισσότερο στην Αμερική παρά στην ίδια την χώρα της. Το ότι η κύρια ελπίδα των ιρλανδών επαναστατών του 1798 ήταν η διαφυγή στην Αμερική, μπορεί να φανεί από την τελευταία στροφή του κύριου επαναστατικού άσματος της επαναστάσεως αυτής, "Η Πράσινη Φορεσιά":

"Κι αν το τριφύλλι απ' την καρδιά της Ιρλανδίας ξερριζωθεί,
Με ντροπιασμένη λύπη ο καθένας την πατρίδα ας χωρισθεί,
Εχω ακουστά μια χώρα πέρα απ' τον ωκεανό,
Πούχει διώξει μια για πάντα το βρεττανικό θεριό."

         Ετσι, στα 1799 και 1800, μετά την καταστολή της Ιρλανδικής Επαναστάσεως, μια πλημμυρίδα μεταναστών πέρασε από την Ιρλανδία στην "χώρα πέρα απ' τον ωκεανό." Ενα αναπάντεχο κύμα επαναστατικής μεταναστεύσεως ξεχύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η χώρα αυτή αντιμετώπιζε μια δική της σχεδόν-επανάσταση με την μορφή των ξεσηκωμών του Νόμου περί Στάσεως. Ετσι οι ιρλανδοί πρόσφυγες εντάχθησαν φυσικά σε ομάδες όπως οι Λέσχες των Δημοκρατικών σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες -ιδιαίτερα στην Εταιρία Τάμμανυ της Νέας Υόρκης, ενώ κατά το μέγιστο μέρος οι ενώσεις αυτές κατακλύσθησαν από τον όγκο αυτής της μεταναστεύσεως. Αυτή η ξαφνική, απρόσμενη μετανάστευση φιλοεπαναστατών στις Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσε τις δυνάμεις που αντιτίθεντο στην κυβέρνηση, συνέβαλε όμως επίσης και στον αποπροσανατολισμό πολλών από τις αντιπολιτευτικές οργανώσεις από τις αρχές τους, δίνοντάς τους με μέλη που είχαν ήδη επιτύχει τον κύριο στόχο τους, την απελευθέρωση από την βρεττανική ηγεμονία.

        Ο νέος δικτάτωρ της Γαλλίας φύσει δεν αισθανόταν τόσο ανταγωνιστικά έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών όπως η Γαλλική Δημοκρατία, και τα γεγονότα του Νόμου περί Στάσεως τον έπεισαν ότι η Διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κάτι που έχρηζε νεθαρρύνσεως. Συνεπώς έκανε ανοίγματα ειρήνης στην Πρόεδρο Ανταμς, ο οποίος επίσης έκρινε πως είχε αρκετές σκοτούρες στο εσωτερικό, για να τα βάλει και με την Γαλλία από πάνω. Η πολιτική αυτή ευνοείτο επίσης και από τον Ουάσινγκτων, που ήταν ο ιθύνων νους τόσο πίσω από τον Ανταμς, όσο και από την Εταιρία των Κινγκινάτων. Εν τούτοις, ακριβώς πάνω στην συγκυρία αυτή ο Ουάσινγκτων απεβίωσε, και οι Κινγκινάτοι, με την στρατιωτική τους προέλευση, επέμεναν στην διεξαγωγή εχθροπραξιών έναντι της Γαλλίας μέχρις εσχάτων, ενώ ο Πρόεδρος Ανταμς, μη όντας ο ίδιος μέλος των Κινγκινάτων, συνέχιζε τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Αυτό κατέληξε σε βαθύ σχίσμα στις τάξεις των Ομοσπονδιακών, το οποίο, κατόπιν των εσωτερικών προβλημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέληξε στην περαιτέρω μείωση της δημοτικότητας της κυβερνήσεως.

        Τότε ακριβώς η κυβέρνηση μεταφέρθηκε στην καινούργια έδρα που είχε ετοιμασθεί γι' αυτήν στον Πότομακ. Η πόλη είχε κτισθεί για να φιλοξενήσει τον Γεώργιο Ουάσινγκτων ως δικτάτορα της Αμερικής. Αντί γι' αυτό, όμως, η επίδοξη δικτατορία δεν είχε καταφέρει να υλοποιηθεί, και ο Γεώργιος Ουάσινγκτων ήταν νεκρός, όταν τα πρώτα λίγα κυβερνητικά κτίρια (το Καπιτώλιο και το Μέγαρο της Εκτελεστικής Εξουσίας) ήσαν έτοιμα προς χρήσιν. Ο Πρόεδρος Ανταμς πήγε σε εκείνο που αποκαλούσαν τότε "το ανάκτορο στην ερημιά" περισσότερο σαν πρόσφυγας από την οργή του λαού, παρά σαν θριαμβευτής ηγεμόνας.

        Αυτά συνέβαιναν στα 1800, χρονιά Προεδρικών εκλογών. Οι Πολιτειακές κυβερνήσεις όρισαν αρμοδίως εκλέκτορες, και ψήφισαν για Πρόεδρο, με την μεγάλη πλειοψηφία των εκλεκτόρων Δημοκρατκούς-Ρεπουμπλικάνους, αν και είχαν ορισθεί και μερικοί Ομοσπονδιακοί εκλέκτορες από κάποιες βόρειες Πολιτείες, όπου η διοίκηση έλεγχε ακόμη τις Πολιτειακές κυβερνήσεις. Αφού, υπό την αρχική μορφή του Συντάγματος της Δεύτερης Δημοκρατίας, ο κάθε εκλέκτωρ έπρεπε να ψηφίσει δύο ονόματα, οι Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι εκλέκτορες, προσυνεννοημένοι, ψήφισαν όλοι υπέρ του Θωμά Τζέφφερσον (ως Προέδρου) και του νεοϋρκέζου Ααρών Μπουρρ, ως Αντιπροέδρου. Εξ αιτίας του σχίσματος στο κόμμα των Ομοσπονδιακών, δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ των Ομοσπονδιακών εκλεκτόρων, και οι ψήφοι τους σκόρπισαν. Ετσι τόσο ο Τζέφφερσον όσο και ο Μπουρρ πλειοψήφησαν ως υποψήφιοι, ενώ αφέθηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων να αποφασίσουν ποιός από τους δύο θα ήταν Πρόεδρος. Το φιλομοσπονδιακό Κονγκρέσσο αποπειράθηκε να καθυστερήσει την ψήφο επί του θέματος μέχρι να εκπνεύσει η τετραετής θητεία του Ανταμς, ώστε να δώσει στον Πρόεδρο την ευκαιρία να κυρήξει την Προεδρία κενή και να αδράξει την εξουσία ως επί κεφαλής του στρατού. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να γίνει, λόγω του ότι οι Ομοσπονδιακοί δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν μεταξύ τους.

        Τελικά, την Δευτέρα 2 Μαρτίου, μόλις πριν την εκπνοή της τετραετίας του Ανταμς, το Κονγκρέσσο έκρινε ότι η πρόθεση των εκλεκτόρων ήταν να κάνουν τον Τζέφφερσον Πρόεδρο και τον Ααρών Μπουρρ Αντιπρόεδρο, και ψήφισαν αναλόγως. Στο σημείο αυτό, ο Ανταμς θα μπορούσε να αποφασίσει να προχωρήσει βάσει του αρχικού σχεδίου παραμονής στην εξουσία δια της βίας, όμως η έλλειψη υποστηρίξεως, που είχε δυσκολέψει τα πράγματα στην διάρκεια όλης της θητείας του, καθιστούσε το σχέδιο αυτό ασύμφορο, πολλώ μάλλον καθώς οι περισσότερες πολιτειακές κυβερνήσεις του Νότου θα ήσαν καταφανώς ιδιαίτερα πρόθυμες να υποστηρίξουν την νεόκοπη διοίκηση με την πολιτοφυλακή τους, έναντι οιασδήποτε απόπειρας του Ανταμς εναντίον της, και εναντίον των αρχόμενων λαϊκών εξεγέρσεων στην Νέα Αγγλία. Ετσι, η μόνη κίνηση που έκανε ο Ανταμς, την τελευταία ημέρα της αρχής του, για να διατηρήσει την εξουσία, ήταν να κρατήσει το Κονγκρέσσο σε συνεδρίαση μέχρι τα μεσάνυκτα της Τρίτης, 3 Μαρτίου 1801, όταν έληγε η θητεία του, και να δημιουργήσει νέες δικαστικές θέσεις και νέα Ομοσπονδιακά αξιώματα, ενώ οι ώρες μεταξύ εννέα και δώδεκα της νύκτας εκείνης πέρασαν με την βιαστική εισαγωγή αυτών των νόμων και την επικύρωση των Ομοσπονδιακών διορισμών.

        Εν τούτοις, η διοίκηση των Ομοσπονδιακών είχε πλέον λήξει. Η μορφή της διακυβερνήσεως που είχε δημιουργήσει η συνωμοσία των Κινγκινάτων του 1787 παρέμενε ακόμη, όπως και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Το οικονομικό σύστημα που αντιπροσώπευε η συνωμοσία εκείνη εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, η πραγματική εξουσία πίσω από την κυβέρνηση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως το κόμμα των Ομοσπονδιακών, και η Εταιρία των Κινγκινάτων, από το 1801 και μετά, έπαψαν να αποτελούν πολιτική δύναμη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Κινγκινάτοι έγιναν απλώς μια υπεραριστοκρατική πατριωτική μυστική εταιρία, που ζει με τις αναμνήσεις των παληών καλών καιρών, όταν ήταν καβάλα, και των ακόμα πιο παληών ημερών, όταν οδηγούσαν τα στρατεύματα κατά των βρεττανών. Το κόμμα των Ομοσπονδιακών αποσύνδεσε εαυτό πλήρως από τους Κινγκινάτους, και αποτραβήχτηκε με τον τρόπο του σε πλήρη εσωστρέφεια, χωρίς όμως ποτέ να συνέλθει από το πλήγμα που το ίδιο κατέφερε στον εαυτό του με την ψήφιση του Νόμου περί Στάσεως. Αλλά το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με νέους ηγέτες, συνέχισε όπως πριν, επειδή οι νέοι εκείνοι ηγέτες διέθεταν ακόμη το ίδιο οργανωτικό πλαίσιο, και επομένως όφειλαν να αναλάβουν την διαχείριση του ίδιου συστήματος όπως πριν, όπως οφείλει να κάνει ο καθένας που αναλαμβάνει να διοικήσει μιαν υπάρχουσα οργάνωση, ή ένα οποιοδήποτε μέρος της.

 

Κεντρική Σελίδα    Περιεχόμενα    Επόμενο

 

[Translation by Γεωργία Ερατώ Τριανταφυλλίδη contimuing.]